Και οι τρεις ομολογούν ότι είχαν προσχεδιάσει το έγκλημα, περιγράφουν τη συμμετοχή τους παρουσιάζοντας όμως διαφορετικές εκδοχές . Ο γιος αποδίδει στον γαμπρό του την απόφαση για το χρόνο της δολοφονίας, ενώ εκείνος δείχνει τον κουνιάδο του και λέει πως έχει μετανιώσει και πως «απλά ήθελε να βοηθήσει» τα δύο αδέλφια.
Πρώτη, σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία και δημοσιοποίησε το Πρώτο Θέμα, «έσπασε» η κόρη, η οποία στην κατάθεσή της άρχισε να περιγράφει την κακή σχέση που είχαν εκείνη και ο αδελφός της με τον πατέρα τους, υιοθετώντας παράλληλα το σενάριο που είχαν φτιάξει, όταν κάλεσαν την αστυνομία, ότι δηλαδή ο πατέρας τους είχε απειλήσει με μαχαίρι τον γιο του, επιχειρώντας να τον βιάσει, πράγμα που κατά το σενάριο είχε κάνει και στο παρελθόν.
Η 26χρονη κόρη είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μαζί με τον σύζυγό της το 2023 και έκτοτε ζούσαν μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό της. Ο τελευταίος μάλιστα ζούσε πάντα με τον πατέρα του, από πολύ μικρή ηλικία όταν οι γονείς είχαν χωρίσει. Λέει για τον πατέρα της: « Όταν γυρίσαμε ο μπαμπάς μου δούλευε ακόμη, μέχρι και πέρυσι τον χειμώνα, όπου και σταμάτησε οριστικά. Στο σημείο αυτό έχω να σας πω ότι, αν και μένουμε στο ίδιο σπίτι με τον μπαμπά μου, δεν είχαμε σχέσεις σαν οικογένεια, είχε τάση να βρίζει πολύ από πάντα, είχε αυτοκτονικές τάσεις, έπινε πολύ και γενικά μεγαλώνοντας δεν τον θυμάμαι να είναι σαν φιγούρα πατρική στο σπίτι. Μπορεί να έλεγε πάρε’ ένα παιχνιδάκι, αλλά μέχρι εκεί. Δεν τρώγαμε ποτέ μαζί σαν οικογένεια, μιλούσαμε μεν, αλλά ήταν απόμακρος σαν χαρακτήρας. (…) Απ’όταν σταμάτησε λοιπόν ο μπαμπάς μου την δουλειά πέρυσι τον χειμώνα, ήταν κλεισμένος μέσα στο σπίτι και δεν μιλούσε σε κανέναν. Έβγαινε μόνο για να πηγαίνει στο σπίτι της μητέρας του στους Ανδρωνιάνους που είναι πέντε λεπτά περίπου με το αυτοκίνητο. (…) Σωματικά δηλαδή ο μπαμπάς μου ήταν καλά, αλλά δεν ήταν καλά ψυχολογικά και αυτό μπορώ να πω ότι ήταν από χρόνια πριν.
Στη συνέχεια ωστόσο, η γυναίκα έπεσε σε αντιφάσεις και οδηγήθηκε στην ομολογία του εγκλήματος. Τότε, περιέγραψε πώς πήραν την απόφαση να τον σκοτώσουν. Η απόφαση ήταν κοινή. Περιγράφει: Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ δύστροπος χαρακτήρας, που συνεχώς φώναζε, έβριζε και απειλούσε. Δεν φρόντιζε ούτε εμάς, ούτε και τον ίδιο του τον εαυτό, κάνοντας την συγκατοίκηση μαζί του ανυπόφορη. Είχε περίπου έναν χρόνο να κάνει μπάνιο, να κόψει τα νύχια του και να ξυριστεί, δεν πήγαινε σε γιατρό για κανένα πρόβλημα υγείας του και έπινε τακτικά. Πριν περίπου μια εβδομάδα, έπεσα από τα σύννεφά όταν ο μικρότερος αδερφός μου αποκάλυψε σε εμένα καί τον άνδρα μου ότι όταν ήταν περίπου 6 ετών, ο πατέρας μας τον είχε κακοποιήσει σεξουαλικά. Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής μου. Πριν περίπου πέντε ημέρες συζητούσαμε με τον Κρις και τον αδερφό μου για το πώς θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση και μεταξύ άλλων, ειπώθηκε ότι θα άξιζε στον πατέρα μας να πάθει κάτι πολύ κακό. Έτσι, συναποφασίσαμε όταν βρούμε την κατάλληλη ευκαιρία, να του προκαλέσουμε ασφυξία με μαξιλάρι και να το κάνουμε να φανεί σαν ατύχημα. Εχθές το πρωί, περίπου την ώρα που ξημέρωνε, ξυπνήσαμε σχεδόν παράλληλα εγώ, ο άνδρας μου και ο αδελφός μου και κατεβήκαμε στο σαλόνι. Είδαμε ότι ο πατέρας μας κοιμόταν και πήραμε δυο μαξιλάρια και κινηθήκαμε όλοι μαζί προς το δωμάτιό του. Αυτός ξύπνησε και ο αδελφός μου άρχισε να του λέει, πώς μπόρεσε να κάνει τόσα κακά πράγματα όλα αυτά τα χρόνια και έτσι άρχισε μια μεταξύ μας στιχομυθία που κατέληξε με εμάς τους τρεις να χτυπάμε με μαξιλάρια τον πατέρα μας. Βάλαμε όλοι γάντια στα χέρια και τον τραβήξαμε κάτω από το στρώμα όπου του πιέσαμε ένα μαξιλάρι στο πρόσωπο, όλοι μαζί, κλείνοντάς του τους αεραγωγούς. Αφού σταμάτησε να κινείται, ασυναίσθητα πήγα και πήρα ένα μπουκαλάκι αγιασμό και του έριξα στο πρόσωπο και με το που το έριξα, κατάλαβα ότι ξεψύχησε».
Ο γιος του θύματος περιγράφει με ελάχιστες διαφορές τη στιγμή της άγριας δολοφονίας, πλην όμως δίνει επιπλέον ρόλο στον γαμπρό του, ισχυριζόμενος ότι ναι μεν είχαν συμφωνήσει και οι τρεις να σκοτώσουν τον πατέρα τους, αλλά ο γαμπρός ήταν εκείνος που πρότεινε να προχωρήσουν στο σχέδιο.
Όπως λέει, ο πατέρας του δεν χειροδικούσε μεν, αλλά «φώναζε, έβριζε, μείωνε και απειλούσε. Τον τελευταίο καιρό είχε γίνει τόσο μίζερος με όλους και με τον εαυτό του. Δεν δεχόταν καμία βοήθεια Οπό κανέναν, δεν ήθελε να πάει σε γιατρούς, δεν έκανε μπάνιο, έβριζε συνεχώς, κάτι που άρχισε να κουράζει όλους όσους έμεναν μέσα στο σπίτι. Κι εμένα και την αδερφή μου και τον γαμπρό μου. Κάποια στιγμή μάλιστα πριν λίγο καιρό, τους ανέφερα τί μου είχε κάνει ο πατέρας μας όταν ήμουν μικρός. Ετσι, πριν περίπου πέντε ημέρες κι ενώ συζητούσαμε οι τρεις μας στα δωμάτιά μας για το πώς θα ανπμετωπίσουμε την όλη κατάσταση, ο γαμπρός μου πέταξε την ιδέα να τον σκοτώσουμε προκαλώντας του ασφυξία με τα μαξιλάρια, κάτι στο οποίο συμφωνήσαμε κι εγώ και η αδερφή μου. Χθες το πρωί περίπου την ώρα που είχε ξημερώσει, ξύπνησαν η αδερφή μου και ο γαμπρός μου και τους άκουσα και εγώ και σηκώθηκα. Κάτεβήκαμε κάτω στο σαλόνι και ανάψαμε το τζάκι. Είδαμε ότι ο πατέρας μας κοιμόταν ακόμη στο δωμάτιό του και τότε ο γαμπρός μου είπε μήπως κάναμε αυτό που είχαμε συζητήσει. Έτσι πήραμε την απόφαση και αρπάξαμε από ένα μαξιλάρι εγώ και ο γαμπρός μου και κάτευθυνθήκαμε στο δωμάτιο του πατέρα μου και από πίσω μας ακριβώς και η αδερφή μου. Με το πού μπήκαμε αρχίσαμε όλοι εναλλάξ να τον χτυπάμε με τα μαξιλάρια και στη συνέχεια προσπαθήσαμε να του προκαλέσουμε ασφυξία με αυτά. (…). Αφού καταλάβαμε ότι είχε πεθάνει, προσπαθήσαμε να σκεφτούμε έναν τρόπο να δικαιολογήσουμε την πράξη μας».
Λίγο διαφορετικά περιγράφει το σκηνικό του φόνου ο γαμπρός του θύματος. Λέει στην προανακρική του απολογία: «Η κατάσταση με τον πεθερό μου ήταν ανυπόφορη. Όλοι μας κάναμε προσπάθειας για να τον κάνουμε να γίνει καλύτερα και ψυχολογικά, αλλά και να προσέξει την υγιεινή του, καθώς είχε να κάνει μπάνιο πάνω από χρόνο. Εγώ επηρεαζόμουν αρνητικά από την όλη κατάσταση αλλά κυρίως επηρεάζονταν τα παιδιά του που έβλεπαν στην κατάσταση αυτή τον πατέρα τους και δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι να τον συνεφέρουν. Πριν περίπου πέντε μέρες ο Δ., έπιασε εμένα και την γυναίκα μου και μας είπε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε με την κατάσταση του πατέρα του και πως η’ μόνη λύση είναι να τον σκοτώσουμε και εγώ με τον γυναίκα μου συμφωνήσαμε να τον βοηθήσουμε, αλλά δεν είπαμε πότε ακριβώς θα το κάνουμε. Χθες (17/12/2024) το πρωί περίπου στις 07.00’ο Δημήτρης αφού ξύπνησε, ήρθε στο δωμάτιο μας ξύπνησε και μας είπε πρέπει να το κάνουμε τώρα. Πήγαμε στο δωμάτιό του πεθερού μου, ήταν ξύπνιος και ξαπλωμένος στο στρώμα και τότε ο Δ. με ένα μαξιλάρι που κρατούσε στο χέρι τοποθέτησε το μαξιλάρι στο πρόσωπο του πατέρα του και το κρατούσε στο πρόσωπο του, ασκώντας πίεση με αυτό.
Στην αρχή ο πεθερός μου προσπαθούσε να βγάλει το μαξιλάρι από το πρόσωπο του και μας έβριζε χωρίς να θυμάμαι τί ακριβώς έλεγε, ενώ στην συνέχεια άλλαξε συμπεριφορά και φώναζε: «Καλά κάνετε, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να φύγω». Κάποια στιγμή και ενώ ο Δ. συνέχιζε να πιέζει το μαξιλάρι στο πρόσωπο, αυτός σταμάτησε να μιλάει και να αντιδρά και καταλάβαμε ότι είχε πεθάνει. Τότε η γυναίκα μου πήρε τρία μαχαίρια μεγάλα από την κουζίνα- Τοποθέτησε τα δύο από αυτά κάτω από το στρώμα του ένα περιοδικό που είχε εικόνες gay, το οποίο πήρε η γυναίκα μου από το υπόγειο. Στη συνέχεια και οι τρεις μαζί μεταφέραμε το πτώμα στην σκάλα που οδηγεί σε υπόγειο της οικίας και το Τοποθετήσαμε μπρούμητα για να φαίνεται ότι είχε πέσει από την σκάλα. Επίσης, η γυναίκα μου στο τέλος της σκάλας τοποθέτησε το τρίτο μαχαίρι που σας είπα προηγουμένως στο τέλος της σκάλας, για να φαίνεται πως το κρατούσε ο ίδιος και ότι του έπεσε από το χέρι, ενώ αυτός έπεσε από τις σκάλες. Πριν τον βάλουμε στις σκάλες του βγάλαμε το φανελάκι και το εσώρουχό του, τα οποία μαζί με το μαξιλάρι τα βάλαμε στο τζάκι, όπου ανάψαμε φωτιά να τα κάψουμε για να μην υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία.