Για τέταρτη ημέρα η Ρούλα Πισπιρίγκου συνέχισε τη χειμαρρώδη απολογία της στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο.
Ξεσπώντας διαρκώς σε κλάματα, περιέγραψε αναλυτικά το χρονικό της σύλληψής της στα τέλη Μαρτίου 2022 στο σπίτι της, στην Πάτρα.
«Όλη η Ελλάδα μιλούσε γι’ αυτό που είχε συμβεί στην οικογένειά μου. Είχε ξεκινήσει ένας μύθος γύρω από το όνομά μου. Το έλεγαν τότε ”στατιστικό παράδοξο”, τρία παιδιά να έχουν χαθεί σε τρία χρόνια, και έτσι άρχισε όλη αυτή η δημοσιότητα» είπε στο δικαστήριο, και φώναξε με λυγμούς: «Με είχαν καταδικάσει πριν καν θεωρηθώ ύποπτη. Με έπαιρναν τηλέφωνα και μου έλεγαν ”να σε γδάρουν στο Σύνταγμα και να σου ρίξουν αλάτι, που πείραξες τα παιδιά”, και άλλες απειλές».
Πισπιρίγκου: «Απόλυτη ντροπή» δημοσιεύματα με φωτογραφίες της Μαλένας από το νοσοκομείο και το νεκροτομείο
Η κατηγορούμενη χαρακτήρισε «απόλυτη ντροπή» δημοσιεύματα με φωτογραφίες της Μαλένας από το νοσοκομείο και το νεκροτομείο.
Όπως είπε στην απολογία της, και οι δύο θάνατοι, της Μαλένας και της Ίριδας, είχαν αρχειοθετηθεί, αλλά στη συνέχεια η απώλεια της Τζωρτζίνας τους έφερε ξανά στο προσκήνιο.
«Αυτό που συνέβη με την Τζωρτζίνα παρέσυρε και τις άλλες δύο υποθέσεις. Μέχρι τότε ήταν στο αρχείο και από την αστυνομία δεν μας είχε ενοχλήσει κανείς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κάποιοι έγιναν Πυθίες. Για κάποιους σκοπούς, που δεν μπορώ να γνωρίζω, πώς βγήκαν τέτοια δημοσιεύματα και να παρασύρεται η κοινή γνώμη με τέτοιο μένος, χωρίς να γνωρίζει κανείς εμένα, τον τότε σύζυγό μου και την οικογένειά μου» είπε, και πρόσθεσε πως μετά την πρώτη συνέντευξη που έδωσε άρχισε ένα «ντόμινο» δημοσιότητας.
«Παρασύρθηκαν; Δεν ξέρω πώς μπορεί ένας δικαστικός να παρασυρθεί από δημοσιεύματα. Είχε αρχίσει ένα γαϊτανάκι, ο Μάνος πότε έφυγε, ποιο είναι το κίνητρο, είχαν βγει ακόμα και αναλυτές φωνής σε εκπομπές!» ανέφερε η κατηγορούμενη, και συνέχισε: «Κάποια στιγμή το πράγμα με τους δημοσιογράφους ξέφυγε. Πώς γύρισε όλο αυτό το κλίμα της συμπόνιας στο ότι η μάνα σκοτώνει τα παιδιά για τον πατέρα; Δεν το κατάλαβα ποτέ. Είναι ανόητο, χαζό. Πρέπει να είσαι ψυχασθενής για να βάζεις ένα τέτοιο κίνητρο. Έχω αγανακτήσει».
Η Ρούλα Πισπιρίγκου μίλησε για την ημέρα της σύλληψής της. Ήταν στο σπίτι της και οι αστυνομικοί, όπως είπε, της ζήτησαν να τους ακολουθήσει, χωρίς να της πουν τι συμβαίνει:
«Προς τα τέλη Μαρτίου βγαίνει ένα δημοσίευμα ”δολοφόνος η μάνα-τοξικό αέριο”. Δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι από τους δημοσιογράφους, μαζεύτηκε κόσμος, φώναζαν ”φόνισσα”. Ήταν 30 Μαρτίου, έβλεπα Ευαγγελάτο και είπαν ότι βρέθηκε τοξική ουσία. Άρχισα να μιλάω στο μέσεντζερ με τον Μάνο. Αρχικά, πιστέψαμε ότι ήταν ένα φάρμακο που έδωσαν τελευταίο στην Τζωρτζίνα.
Τότε μου χτυπούν το παράθυρο τρεις άνδρες, ήταν αστυνομικοί. Μπήκαν μέσα. Φορούσα τις φόρμες του σπιτιού. Μου είπαν να βάλω παπούτσια και να πάμε στον διοικητή για μία διευκρινιστική ερώτηση. ”Έλα με τις πιτζάμες, δεν χρειάζεται να πάρεις τον δικηγόρο σου”, μου έλεγαν.
Τελικά, μου είπαν ότι θα πάμε στη ΓΑΔΑ. Πήρα τους φακέλους του παιδιού και με έβαλαν σε ένα μαύρο τζιπ. Πήγα να πάρω τηλέφωνο τον δικηγόρο μου, τον κ. Λύτρα, και μία αστυνομικός μού χτύπησε το χέρι και μου είπε ”τέλος στα κινητά”. Μου έβαλαν χειροπέδες, τόσο σφιχτά που μου άφησαν σημάδι, με είδε και ιατροδικαστής», περιέγραψε.
Στη συνέχεια, η Ρούλα Πισπιρίγκου κατήγγειλε ότι οι αστυνομικοί στη ΓΑΔΑ τη χτύπησαν και προέβησαν σε εξευτελιστικές συμπεριφορές, και την πίεσαν να πει ότι σκότωσε την Τζωρτζίνα με κεταμίνη.
«Με πήγαν σε ένα γραφείο, με ”έγδυσαν”, μου έβγαλαν τα κομποσχοίνια, τα σκουλαρίκια. Κοιτούσα τον τοίχο και μου είπαν να μη γυρίσω να κοιτάξω. Τους ζήτησα να κάνω ένα τσιγάρο, δεν με άφησαν.
Τους ρώτησα ”τι συμβαίνει”, μου απάντησαν ”πες το, να τελειώνουμε, δεν θα φάμε όλη τη μέρα εδώ”, ”το ‘φαγες το παιδί με κεταμίνη”. Τους είπα δεν ξέρω καν τι είναι η κεταμίνη. Μου έφεραν ένα χαρτί να υπογράψω, ότι ξέρω την κεταμίνη.
”Σου έδωσε ο Δασκαλάκης την κεταμίνη, ότι από οίκτο ήθελες να λυτρώσεις το παιδί, και θα κανονίσουμε να φας δέκα χρόνια και να είσαι καλά στις φυλακές”. Εγώ ζήτησα δικηγόρο. Μου είπαν ότι δεν έχουν συλλάβει τον Μάνο, αλλά ότι δεν θέλει να σε ξαναδεί και πως οι δικοί μου θέλουν να πάνε στην Αργεντινή ”για να μη σε ξέρουν”. Τότε εγώ είπα: ”Με έχετε εδώ τόσες ώρες και μου λέτε να πω πράγματα που δεν ισχύουν για να ελαφρύνω τη θέση μου;”.
Άρχισε ο αστυνομικός να με βαράει, ”πες το, να τελειώνουμε, ότι έφαγες την Τζωρτζίνα, μη μας βρει το πρωί”. Με χτυπούσε, ”δεν έχω κάνει τίποτα, δεν ξέρω τι μου λέτε, τι έχει γίνει με το παιδί”, του έλεγα. ”Αυτοί σε κάψανε, οι γιατροί”, μου έλεγε.
Μετά ήρθε εκείνος που με συνέλαβε και άρχισε να μου λέει ”πες για τον οίκτο, θα σε σκοτώσουν στη φυλακή”. Τότε ήρθε ο δικηγόρος μου, ο Απόστολος Λύτρας, και με είδε, το έχει πει σε συνέντευξη ότι ήμουν χτυπημένη.
”Θα πέσεις στα τέσσερα και θα τη φας σαν σκυλί”, μου είπε ένας αστυνομικός όταν έτρωγαν πίτες και ζήτησα νερό. Μου την πέταξε και μου είπε αυτό. Εγώ έβαλα τα κλάματα και δεν κουνήθηκα», είπε με λυγμούς η κατηγορούμενη.
Η Ρούλα Πισπιρίγκου περιέγραψε πώς ξεκίνησε η σχέση με τον Μάνο Δασκαλάκη
Η πρόεδρος ξεκίνησε να ρωτά τη Ρούλα Πισπιρίγκου για τα παιδικά της χρόνια και τη γνωριμία της με τον Μάνο Δασκαλάκη. Η 35χρονη μίλησε για τον «εντυπωσιακό άνδρα» που γνώρισε στο γήπεδο και το πώς ξεκίνησε η σχέση τους.
«Ήταν κοινή απόφασή μας να κάνουμε οικογένεια. Το ήθελα παρά πολύ. Ήταν πολύ νωρίς, όμως ήμουν πολύ ερωτευμένη. Ήταν πολύ καλός, μου έβγαλε το αίσθημα πως μπορείς να έχεις έναν σταθερό άνθρωπο δίπλα σου. Έτσι ήρθε η εγκυμοσύνη της Τζωρτζίνας» ανέφερε, και εντόπισε τα πρώτα προβλήματα στον γάμο τους το 2018, όταν άρχισε να έχει «περίεργη συμπεριφορά» και ανακάλυψε ότι διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση.
«Τον συγχώρησα περισσότερο για χάρη των παιδιών, αλλά ήταν κάτι που μέσα μου με έκαιγε, με έτρωγε, πολλές φορές του το χτυπούσα. Δεν το ξεπέρασα ποτέ, θεώρησα ότι με υποτίμησε… Είχε τα πάντα και πάντα προσπαθούσα να έχει ό,τι ζητούσε. Εγώ διαχειριζόμουν τα οικονομικά και έβρισκα τρόπο για να μην γκρινιάζει και μην έχει τα μούτρα μέχρι το πάτωμα» είπε η Ρούλα Πισπιρίγκου, και συνέχισε: «Ήταν τερματοφύλακας και νόμιζε ότι είναι ο Μπουφόν. Του πήραμε ειδικά γάντια. Ήθελε iPhone, μηχανάκι, έβρισκα τρόπο να τα πάρει, για να μη μας πρήζει. Μετά άρχισε το τραγούδι. Αρχίσαμε μικρόφωνα, ακουστικά, κιθάρες, κονσόλες. Έγινε ο Πάριος ξαφνικά! Δεν ήταν αντάξιος των προσδοκιών μου. Προσπαθούσα να το κρύψω κάτω από το χαλάκι…».
Πρόεδρος: Πώς βιώσατε τις απώλειες των παιδιών, πώς πενθήσατε ως μαμά;
Κατηγορούμενη: Είναι εύκολο να κρίνεις κάποιον, αλλά αν δεν φορέσεις τα παπούτσια του δεν μπορείς να μιλήσεις. Η αρρώστια της Μαλένας ήταν ξαφνική. Στην καθημερινότητα ήμουν ζωντανή νεκρή, αλλά πίσω μου είχα ένα παιδί που είχε ανάγκες. Έπρεπε να βρω δύναμη, δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Ήταν αδιανόητο, πολύ σύντομο… Τα μαύρα τα έβγαλα αργότερα, εγώ λευκά και ροζ ήθελα να φοράω, τα αγαπημένα χρώματα των παιδιών μου, τα μαύρα τα θεωρώ υποκρισία.
Στην Ίριδα είχα θυμώσει… Γιατί σε εμάς, έλεγα. Και στις δύο απώλειες υπήρχε η Τζωρτζίνα πίσω, το κίνητρο για να σηκωθείς, να προχωρήσεις. Δεν πρόλαβα να πάω στον ψυχολόγο για τον θάνατο της Ίριδας, ήταν σύντομο το χρονικό διάστημα. Είχα πιεστεί παρά πολύ, ήθελα να εξαφανιστώ απ’ όλους. Είχα πνιγεί… Είχα πάνω από το κεφάλι μου τη μουρμούρα του Μάνου, την απώλεια της Ίριδας και μια οικογένεια που έβλεπα πως χάνω.
Πρόεδρος: Πώς αντιδράσατε σε αυτό;
Κατηγορούμενη: Ήθελα λίγο χρόνο να ξεσπάσω. Πήγα για μια μέρα σε ένα ξενοδοχείο. Ο Μάνος παρερμήνευσε ένα μήνυμά μου, πως πάω να αυτοκτονήσω, και αναστάτωσε την οικογένειά μου. Ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί…
Πρόεδρος: Πώς βιώσατε το πένθος μετά τον θάνατο της Τζωρτζίνας;
Κατηγορούμενη: Μέχρι τώρα το βιώνω. Χάλια ψυχολογικά. Μου έκανε καλό η δημοσιότητα, απασχολούσε το μυαλό μου. Πήγα σε ψυχίατρο, πήρα χάπια, δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Η απολογία θα συνεχιστεί αύριο.