Η κρίση των Ιμίων κορυφώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου του 1996, σε μια εποχή που η κυβέρνηση Σημίτη έκανε τα πρώτα της βήματα, φέρνοντας Ελλάδα και Τουρκία όσο ποτέ άλλοτε στα πρόθυρα μίας ένοπλης αντιπαράθεσης.
Εκείνη την περίοδο, υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος, υπουργός Εθνικής Αμύνης ο Γεράσιμος Αρσένης και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης, ενώ πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν η Τανσού Τσιλέρ και υπουργός Εξωτερικών o Ντενίζ Μπαϊκάλ.
Κάποιες ωστόσο πτυχές των γεγονότων εκείνης της περιόδου παραμένουν μέχρι και σήμερα στο σκοτάδι. Όπως ενδεχομένως οι πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες συνετρίβη το ελικόπτερο του Πολεμικού Ναυτικού με αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο των τριών ανδρών του πληρώματος, του Χριστόδουλου Καραθανάση, του Παναγιώτη Βλαχάκου και του Έκτορα Γιαλοψού.
Πολλά έχουν ειπωθεί. Λέγεται πως, τα συντρίμμια μίλησαν και πως φυλάσσονται υπό άκρα μυστικότητα σε ένα διαμέρισμα σε πολύ γνωστή και κεντρική συνοικία της Αθήνας. Πολλά λέγονται και ακόμη περισσότερο, πολλά δεν θα ειπωθούν ποτέ.
Στις 02:04 τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου, εκπέμπεται σήμα του Αρχηγού ΓΕΝ Αντιναύαρχου Ιωάννη Στάγκα προς όλες τις μονάδες του Στόλου το οποίο έλεγε το εξής: «Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι, αν χρειαστεί, όλοι σας θα φανείτε αντάξιοι της ενδόξου ιστορίας του Π.Ν. Καλή τύχη και ο Θεός μαζί σας».
Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, ο υποναύαρχος ε.α. Βασίλης Πολίτης, που έζησε τα γεγονότα της ελληνοτουρκικής κρίσης από τον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, που προετοιμαζόταν η έξοδος του Στόλου αλλά και εντός του Αιγαίου, ως ύπαρχος του αντιτορπιλικού «ΚΙΜΩΝ», μιλά ανοιχτά στην τηλεόραση της «Ζούγκλας» για όλα όσα έμειναν βαθιά χαραγμένα στην μνήμη του εκείνες τις ημέρες. Αναφέρεται μεταξύ άλλων στις προετοιμασίες, αλλά και στο ηθικό του πληρώματος από την πρώτη στιγμή κατά τη διάρκεια που μαθαίνουν για την πτώση του ελικοπτέρου, αλλά και όταν τελικά διατάσσονται να σταματήσουν τα πάντα και να επιστρέψουν πίσω.
Όπως έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει πολλοί ανώτατοι αξιωματικοί, που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, ο συσχετισμός των πολεμικών πλοίων στην περιοχή ήταν σαφώς υπέρ της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Είχαμε το πλεονέκτημα με τον Στόλο να κυριαρχεί σε ολόκληρο το Αιγαίο. Τα τουρκικά πλοία είχαν στοχοποιηθεί.
Όμως κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά σήμερα, ποια θα ήταν η κατάληξη, εάν πατούσαμε τότε το κουμπί. Υπολογισμοί που έγιναν βέβαια εκ των υστέρων ανέφεραν πως, αν η κρίση εξελισσόταν σε πολεμική σύγκρουση, η Τουρκία θα έχανε περισσότερες φρεγάτες από εμάς. Ακόμα όμως και αυτοί οι υπολογισμοί αμφισβητήθηκαν.
Στην τηλεόραση της «Ζούγκλας» για την κρίση των Ιμίων έχουν μιλήσει ανοιχτά ακόμα τρεις αντιναύαρχοι ε.α., οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν κυβερνήτες σε πολεμικά πλοία.
Ο Σπύρος Κονιδάρης, αντιναύαρχος ε.α. και επίτιμος υπαρχηγός Στόλου, είναι ένας από τους πρωταγωνιστές εκείνης της νύχτας. Πλωτάρχης τότε, ήταν κυβερνήτης της πυραυλακάτου «ΣΤΑΡΑΚΗΣ» η οποία βρέθηκε στην πρώτη γραμμή απέναντι από τα πλοία του τουρκικού στόλου. Περιγράφει τα γεγονότα από τη στιγμή που πήρε την εντολή να πλησιάσει τα Ίμια. Μιλάει για τους στόχους που είχε «κλειδώσει» την αποστολή του, αλλά και την ετοιμότητα του στόλου εκείνη τη νύχτα.
Από την πλευρά του ο αντιναύαρχος ε.α. Βασίλης Μαρτζούκος την περίοδο της κρίσης ήταν κυβερνήτης της φρεγάτας «ΕΛΛΗ». Είχε πάρει συγκεκριμένη εντολή να κατευθυνθεί σε σημείο του κεντρικού Αιγαίου προκειμένου να παρακολουθεί κινήσεις του τουρκικού στόλου.
Ακόμα, ο αντιναύαρχος ε.α. Γιάννης Εγκολφόπουλος ήταν κυβερνήτης της φρεγάτας «ΑΔΡΙΑΣ». Όπως περιγράφει μεταξύ άλλων, μαζί με την φρεγάτα «ΛΗΜΝΟΣ» είχε πάρει εντολή να παρακολουθεί συγκεκριμένες τουρκικές φρεγάτες, οι οποίες πλησίαζαν την περιοχή των Ιμίων.
Το ιστορικό της κρίσης
Στις 25 Δεκεμβρίου του 1995 το τουρκικό φορτηγό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσάραξε σε αβαθή ύδατα κοντά στην Μικρή Ίμια (Ανατολική) και εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Το Λιμεναρχείο Καλύμνου – το πλησιέστερο στην περιοχή – διέθεσε ρυμουλκό για να αποκολλήσει το τουρκικό πλοίο, αλλά ο πλοίαρχος αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή και άρα οι τουρκικές αρχές είχαν την αρμοδιότητα να του προσφέρουν βοήθεια.
Στις 26 Δεκεμβρίου το Λιμεναρχείο ενημέρωσε την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο μέσω του γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα, Γιάννη Παπαμελετίου, ειδοποίησε τον γραμματέα της Διεύθυνσης Ελληνικών Υποθέσεων του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών Τσινάρ Εγκίν ότι, αν δεν παρέμβαινε ρυμουλκό, το τουρκικό πλοίο θα κινδύνευε.
Στις 27 Δεκεμβρίου το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών ενημερώνει την ελληνική πρεσβεία ότι, ανεξαρτήτως του ποιος θα ανελάμβανε τη διάσωση του πλοίου, υπήρχε γενικότερα θέμα με τα Ίμια.
Τελικά, στις 28 Δεκεμβρίου δύο ελληνικά ρυμουλκά αποκόλλησαν το τουρκικό φορτηγό και το οδήγησαν στο λιμάνι Κιουλούκ της Τουρκίας. Στις 29 Δεκεμβρίου το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών επέδωσε διακοίνωση στο αντίστοιχο ελληνικό, στην οποία αναφέρεται ότι, οι βραχονησίδες Ίμια είναι καταχωρημένες στο κτηματολόγιο Μούγλα του νομού Μπόντρουμ (Αλικαρνασσού) και ανήκουν στην Τουρκία. Το γεγονός στάθηκε αφορμή να τεθεί από την Τουρκία θέμα ιδιοκτησίας των νησιών.
Ιανουάριος 1996: Η κρίση
Ο τότε δήμαρχος της Καλύμνου, Δημήτρης Διακομιχάλης, θορυβημένος από το γεγονός ότι η Τουρκία εγείρει εδαφικές αξιώσεις στα Ίμια, ύψωσε την ελληνική σημαία στη Μικρή Ίμια στις 25 Ιανουαρίου 1996 συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή Καλύμνου, Γ. Ριόλα, και δύο κατοίκους του νησιού, ενώ την επόμενη μέρα υψώθηκε η σημαία και στην άλλη βραχονησίδα.
Τα τουρκικά τηλεοπτικά κανάλια μετέδωσαν εικόνες με την ελληνική σημαία υψωμένη στα Ίμια, γεγονός που προκάλεσε σάλο στην κοινή γνώμη της Τουρκίας. Δύο δημοσιογράφοι του γραφείου της εφημερίδας Χουριέτ στη Σμύρνη μετέβησαν με ελικόπτερο στις 27 Ιανουαρίου στη Μικρή Ίμια, υπέστειλαν την ελληνική σημαία και ύψωσαν την τουρκική σημαία.
Η όλη επιχείρηση των δημοσιογράφων βιντεοσκοπήθηκε και προβλήθηκε από το τηλεοπτικό κανάλι που ανήκε στη Χουριέτ. Το γεγονός αυτό πήρε σημαντικές διαστάσεις.
Η κρίση κλιμακώθηκε τις επόμενες ημέρες. Την Κυριακή το πρωί στις 28 Ιανουαρίου του 1996 το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού «Αντωνίου» κατέβασε την τουρκική σημαία και ύψωσε την ελληνική παραβαίνοντας την πολιτική εντολή, που ήταν μόνο να υποσταλεί η τούρκικη σημαία. Το βράδυ Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάστηκαν στη Μικρή Ίμια από το περιπολικό «Πυρπολητής» προκειμένου να φυλάξουν τη σημαία κατά τις νυχτερινές ώρες και να επιστρέψουν στο σκάφος τους πριν την ανατολή του ηλίου.
Το μεσημέρι της Δευτέρας ο σχεδιασμός άλλαξε και αποφασίστηκε η συνεχής φύλαξή της σημαίας, οπότε οι βατραχάνθρωποι επέστρεψαν στη βραχονησίδα.
(το περιπολικό του ΠΝ / Αντωνίου, φωτογραφία ΠΝ)
Τη Δευτέρα το απόγευμα στις 29 Ιανουαρίου, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, στις προγραμματικές του δηλώσεις στη Βουλή, έστειλε μήνυμα προς την Τουρκία ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει άμεσα και δυναμικά. Την Τρίτη στις 30 Ιανουαρίου, η πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ δήλωσε κατηγορηματικά μέσα στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση ότι την επόμενη μέρα η ελληνική σημαία και ο ελληνικός στρατός θα απομακρυνθούν από τα Ίμια.
Στις 31 Ιανουαρίου και ώρα 01:40, τουρκικές ειδικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη Μεγάλη Ίμια (Δυτική). Στις 05:30 της ίδιας μέρας το ελικόπτερο «ΠΝ 21» τύπου Agusta Bell 212του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που απονηώθηκε από τη φρεγάτα «Ναυαρίνον» για να διαπιστώσει την πληροφορία παρουσίας Τούρκων στη βραχονησίδα, κατέπεσε κατά την επιστροφή του στη φρεγάτα και τα τρία μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός, σκοτώθηκαν.
Σχετικά με τις αιτίες πτώσης του ελικοπτέρου έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η επίσημη θέση του Πολεμικού Ναυτικού είναι ότι, το ελικόπτερο κατέπεσε λόγω κακοκαιρίας και απώλειας προσανατολισμού του πιλότου (vertigo). Την θέση αυτή υποστήριξε ο πρώην αρχηγός ΓΕΝ ναύαρχος, Αντώνης Αντωνιάδης, αναφέροντας μάλιστα πως η τουρκική φρεγάτα Γιαβούζ προσφέρθηκε να βοηθήσει, αλλά πήρε άμεσα από τους πιλότους του ελικοπτέρου αρνητική απάντηση. Κατά τον τότε κυβερνήτη της φρεγάτας «Ναβαρίνον», Ιωάννη Λιούλη, το ελικόπτερο έπεσε από βλάβη πριν καν προλάβει να απαντήσει στο σήμα της φρεγάτας Γιαβούζ. Ωστόσο, χωρίς να έχει τεκμηριωθεί μέχρι και σήμερα επίσημα, υπάρχει διαδεδομένη στην Ελλάδα η άποψη ότι το ελικόπτερο καταρρίφθηκε, είτε από το Τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό, είτε από τους Τούρκους καταδρομείς που υπήρχαν πάνω στο νησί και ότι, η αληθινή αιτία της πτώσης αποκρύφτηκε προκειμένου να λήξει η κρίση και να μην οδηγηθούν οι δύο χώρες σε γενικευμένη σύρραξη ή ακόμα και σε πόλεμο.
Εκτόνωση της κρίσης
Κατά τη διάρκεια της κρίσης υπήρξαν έντονες πιέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να λήξει το επεισόδιο. Ο Αμερικανός πρόεδρος τότε, Μπιλ Κλίντον, ενημερώθηκε πρώτα από την πρωθυπουργό της Τουρκίας, Τανσού Τσιλέρ, πως Ελλάδα και Τουρκία ξεκινούν πόλεμο.
Ο διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ενημερωμένος από τον Αμερικανό πρόεδρο, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τους δύο πρωθυπουργούς που δεσμεύτηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους και να υποστείλουν τις σημαίες.
Τα πολεμικά σκάφη και οι καταδρομείς των δύο χωρών αποχώρησαν από τις βραχονησίδες το πρωί της 31ης Ιανουαρίου 1996 υπό την επίβλεψη αεροσκαφών του 6ου Αμερικανικού Στόλου της Μεσογείου.
Πηγή: Zougla.gr Επιμέλεια – Συνεντεύξεις: Χρήστος Μαζάνης
Κάμερα: Γιώργος Δαγαλάκης – Νίκος Χριστοφάκης
Παραγωγή: Zougla.gr WebTV 2024