Οι ενώσεις των χιλιάδων δυστυχισμένων ανθρώπων, σε βάρος των οποίων ασκήθηκαν παράνομες ποινικές διώξεις, χωρίς να έχουν διαπράξει καμία παράνομη πράξη, και μετά από χρόνια δικαστικής ταλαιπωρίας αθωώθηκαν, αφού προηγουμένως καταστράφηκαν κοινωνικά και οικονομικά, και οι ενώσεις των χιλιάδων δυστυχισμένων ανθρώπων που χωρίς καμία νομική αιτιολογία οδηγήθηκαν προσωρινά κρατούμενοι στις φυλακές και ακολούθως αθωώθηκαν, με εξουσιοδότησαν μετά από πενήντα χρόνια παροχής βοήθειας στους Έλληνες Δικαστές για την έκδοση δίκαιων αποφάσεων, να διαμαρτυρηθώ για τη χθεσινή σας ατυχή ανακοίνωση.
Σας προτρέπω πρώτα να διαβάσετε τις δικογραφίες εις βάρος της κυρίας Σ.Π. και να διαπιστώσετε τις ακυρότητες στην προανάκριση και στην τακτική ανάκριση, μέσω των οποίων οι Εισαγγελείς άσκησαν την κύρια και τη συμπληρωματική ποινική δίωξη, πρώτα να διαβάσετε τη δικογραφία της υποθέσεως Λιγνάδη και να διαπιστώσετε πώς χωρίς νόμιμη προανάκριση ασκήθηκε εις βάρος του ποινική δίωξη και παρανόμως συνελήφθη, και πρώτα να διαβάσετε τη δικογραφία της υπόθεσης «Ε.Λ.Α.», όπου με μια «κατινίστικη» προανάκριση με επικεφαλής τον μετέπειτα κατηγορηθέντα, μέχρι να αθωωθεί, Εισαγγελέα της λίστας Λαγκάρντ Ιωάννη Διώτη ο δυστυχισμένος τότε Κοινοτάρχης Κιμώλου Αγγελέτος Κανάς, του οποίου ήμουν δικηγόρος, κατηγορήθηκε, διασύρθηκε, κρατήθηκε προσωρινά και φυλακίστηκε, μέχρι να αθωωθεί μετά από χρόνια, και μετά να εκδίδετε αυτές τις ανακοινώσεις που με αφορούν προσωπικά.
Οι αντιδράσεις μου δεν αφορούν το συμφέρον των εντολέων μου, αλλά αφορούν τις συνθήκες της δίκαιης δίκης και την αρχή της ηθικής εκτιμήσεως των αποδείξεων, τις οποίες αγνόησε η Εισαγγελέας της έδρας στην πρώτη δίκη της Σ.Π.
Επί 50 χρόνια όλοι οι συνάδελφοί Σας σε όλη την Ελλάδα και σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας με γνωρίζουν καθημερινά στα Δικαστήρια και γνωρίζουν ότι όταν διαμαρτύρομαι, αυτό δεν γίνεται αβάσιμα, ούτε ουσιαστικά, ούτε νομικά, και σχεδόν πάντοτε δικαιώνομαι.
Ο ρόλος του έντιμου και πραγματικού υπερασπιστή Δικηγόρου είναι μόνο αυτός.
Λυπάμαι που δεν έχω μάθει να κάνω δημόσιες σχέσεις είτε με Εισαγγελείς είτε με Δικαστές και το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, όποιος και αν είναι ο κατηγορούμενος.
Κανείς δεν αμφισβητεί τον κυριαρχικό ρόλο των Εισαγγελέων στην προστασία της κοινωνικής ειρήνης και των εντίμων συνανθρώπων μας, αλλά όλοι οι Εισαγγελείς δεν είναι ίδιοι, όπως δεν είναι ίδιοι όλοι οι Δικηγόροι και οι Δικαστές.
Σκληρή απάντηση των Εισαγγελέων σε Κούγια για τη δίκη της Ρούλας Πισπιρίγκου
Είχε προηγηθεί σε επίσης σκληρό τόνο η απάντηση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος κατά του Αλέξη Κούγια για τα όσα είπε εις βάρος της εισαγγελέως της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, Ευαγγελίας Σπυριδωνίδου.
Στην ανακοίνωση της, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρει: «Με αφορμή δημόσιες, απαξιωτικές δηλώσεις συνηγόρου υπεράσπισης, σε βάρος εισαγγελικής λειτουργού, για το περιεχόμενο της κατά νόμο πρότασής της επί της ενοχής κατηγορουμένης,σε υπόθεση που εκδικάζεται και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Έχει καταστεί σύνηθες φαινόμενο η εκ μέρους του συνηγόρου έκφραση αρνητικής κριτικής σε βάρος παραγόντων της δίκης, αλλά και ως προς την προσφορά, την αναγκαιότητα και την ποιότητα συμμετοχής εισαγγελικών λειτουργών στην ποινική δικαιοσύνη, όταν θεωρεί ότι νόμιμες δικονομικές ενέργειές τους δεν «εξυπηρετούν» τις θέσεις των εντολέων του.
Τονίζουμε ότι οι επαναλαμβανόμενοι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί και οι σκοπιμότητες που αυτοί ενέχουν, δεν επιφέρουν και δεν πρόκειται να επιφέρουν τις επιδιωκόμενες και επιθυμητές «παρενέργειες», τον κλονισμό δηλαδή της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την εισαγγελική αρχή και την πρόκληση οιασδήποτε αμφιβολίας στη συνείδηση του δικαστή.
Η διατύπωση δε της άποψης περί μη υιοθέτησης των εισαγγελικών προτάσεων από τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια και δικαστήρια, εντάσσεται στα όρια της έννοιας της εικονικής πραγματικότητας, αφού οι εισαγγελικές προτάσεις δεν αποτελούν προϊόν ανεξέλεγκτης συλλογής και αξιοποίησης ενοχοποιητικών στοιχείων και αυθαίρετης κρίσης, αλλά αντικείμενο βαθιάς και ενδελεχούς επεξεργασίας αυτών και γνώσεων και για το λόγο αυτό, υιοθετούνται,κατά κανόνα, από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, στο οποίο απευθύνονται .
Η δε επιχειρούμενη με τις δηλώσεις αυτές, για μια ακόμη φορά, προσπάθεια υποβάθμισης και απαξίωσης του εισαγγελικού θεσμού, αποτελεί μορφή συγκρουσιακής υπεράσπισης, που επανεμφανίζεται στις περιπτώσεις νόμιμων, αλλά μη αρεστών εισαγγελικών ενεργειών, εκφεύγει των ορίων της ενάσκησης του υπερασπιστικού έργου και επιδιώκει τη ματαίωση του σκοπού της ποινικής δίκης, που είναι η έκδοση ορθών και δίκαιων αποφάσεων».