Ο δημοσιογράφος Μανώλης Καλατζής θυμάται, με αφορμή τη σημερινή επέτειο της δολοφονίας του Τάσου Ισαάκ στη Δερύνεια το 1996, μια συζήτηση που είχε κάνει με τον πατέρα του, πριν απο 13 χρόνια
Σκαλίζοντας σήμερα τις μνήμες του 1996 «ξεσκόνισα» μια συζήτηση που είχα κάνει πριν 13 χρόνια, με τον Ισάακ Ισαάκ στον τάφο του γιου του στο Παραλίμνι την οποία συνεχίσαμε στο σπίτι και στο εστιατόριο που διατηρούσε. Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε και ο Ισαάκ δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή.
Έφυγε πρόωρα στα 68 του χωρίς να βγάλει τα μαύρα από πάνω του. Σε εκείνη τη συζήτηση ήθελε να μιλήσει για τον γιο και την εγγονή του. Ήταν η μνήμη και η ελπίδα που είχαν χαράξει ρυτίδες στο πρόσωπο του, τις οποίες έσπαγε που και που κάποιο χαμόγελο.
Για την Αναστασία
Μέσα από τη πυκνή γενειάδα που άφηνε να καλύψει το πρόσωπο του, από τις 11 Αυγούστου του 1996, τα χείλια του Ισαάκ Ισαάκ έβγαζαν με δυσκολία τις λέξεις όταν μιλούσε για την εγγονή του. «Είναι αντίγραφο του Τάσου. Τα μαλλιά της το πρόσωπο της… Είναι ο Τάσος». Κόμπιαζε λίγες στιγμές και συνέχιζε: «Δεν με ρωτάει, για να μου πει γιατί πήγε ο Τάσος στην διαδήλωση και τέτοια… Δεν ρωτάει αυτά τα πράγματα». Η Αναστασία δεν πρόλαβε να χαρίσει στον πατέρα της το μοναδικό κλάμα της γέννησης της ούτε τα χιλιάδες χαμόγελα που σμιλεύουν το πρόσωπο της. «Βάζει τις κασέτες όλες και τις βλέπει. Έχει το κουράγιο. Βάζει τις κασέτες και τις βλέπει όλες . Εγώ ακόμα δεν τις έχω δει. Η Αναστασία όμως δεν έζησε τον πατέρα της. Κάθεται και βλέπει. Θέλει να δει πως ήταν ο μπαμπάς της».
Κόρη της Ελλάδας
Η κόρη του Τάσου Ισαάκ, σε ένδειξη αναγνώρισης της θυσίας του πατέρα της «υιοθετήθηκε» από το ελληνικό κράτος. Την βάφτισε ο Θεόδωρος Πάγκαλος ως Υπουργός Εξωτερικών και από τότε η Ελλάδα δεσμεύτηκε να βρίσκεται στο πλάι της. Σε αυτή την υποχρέωση δεν ξέρουμε πόσο στάθηκε συνεπής. «Κάθε φορά που η Αναστασία ταξιδεύει στην Ελλάδα, ενδιαφέρονται να την φιλοξενήσουν και να της προσφέρουν ότι χρειάζεται», έλεγε ο παππούς της.
Μάλιστα είχε κατατεθεί και ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν στο όνομα της, ενώ το ελληνικό κράτος είχε δεσμευθεί να αναλάβει και τις σπουδές της όταν θα ερχόταν η ώρα.
Έφυγε με τα μαύρα όπως ήθελε
Το μεγαλείο της ψυχής και η αξιοπρέπεια των ανθρώπων που βιώνουν τον χαμό ενός παιδιού δεν είναι κάτι που εύκολα περιγράφεται. Ο πατέρας και η μητέρα του Τασου Ισάάκ μου έλεγαν πως έβρισκαν παρηγοριά στις δύο κόρες τους, τις αδελφές του Τάσου, και στα εγγόνια τους. Το πιο μικρό, ο Τάσος, όταν είχαμε συναντηθεί, ήταν γαντζωμένο στην αγκαλιά του παππού του και τριγύριζε ανάμεσα στα μνήματα στο Κοιμητήριο του Παραλιμνίου, δείχνοντας εξοικειωμένο με μια πραγματικότητα την οποία δεν επέλεξε κανείς. Η ιστορία άλλωστε δεν γράφεται κατ’ επιλογή.
Είχα συναντήσει τον πατέρα και τη μητέρα του Τάσου μπρος στον τάφο του , πλάι στο μνήμα του Σολωμού Σολωμού. Τότε ήμασταν ακόμα στο 2010: «Δεκατέσσερα χρόνια, κάθε πρωί και κάθε απόγευμα είμαστε εδώ. Τα μαύρα δεν τα βγάλαμε. Θα τα πάρουμε μαζί μας» έλεγε ο Ι. Ισαάκ ενώ στο ένα μπράτσο του κρατούσε τον εγγονό του και με το άλλο χέρι, βοηθούσε την σύζυγο του να ανάψουν το καντήλι. «Για μας τίποτα δεν έχει αξία» συμπλήρωνε η μητέρα του Τάσου, «από τότε που χάσαμε τον Τάσο είμαστε σαν τα ρομπότ που τα κουρδίζεις και πηγαίνουν. Δεκατέσσερα χρόνια δεν φεύγει από το μυαλό μου. Νομίζω πως θα πάω σπίτι και θα έρθει πίσω μου».
Συνεχίσαμε τη συζήτηση στο σπίτι. Το σπίτι της οικογένειας στο κέντρο του Παραλιμνίου ξεχλωριζε από τα άλλα. Και τις 365 μέρες του χρόνου στην αυλόπορτα κυμάτιζε μια ελληνική σημαία και οι πόρτες είναι πάντα ανοιχτές. Οι τοίχοι γεμάτοι φωτογραφίες των παιδιών και εικόνες αγίων. Κυριαρχούσαν οι φωτογραφίες του Τάσου, στους αρραβώνες στους γάμους… στο θάνατο του. Μαζί και οι φωτογραφίες τριών συγγενικών οικογενειών που ξεκληρίστηκαν στο αεροπορικό δυστύχημα της «Ήλιος» το 2005. Διάσπαρτες στα δωμάτια, τιμητικές πλακέτες, περγαμηνές, μια κονκάρδα του «Όχι» από το δημοψήφισμα του 2004 και το πορτρέτο του πρώην Προέδρου της Κύπρου Γλαύκου Κληρίδη. Μια ολόκληρη ιστορία σε λίγα τετραγωνικά μέτρα.
«Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα έφερνα τον Τάσο και θα έφευγα εγώ. Έτσι είναι το σωστό…» μου είπε σχεδόν ψιθυριστά ο Ισαάκ Ισαάκ. Λίγα χρόνια αργότερα έφυγε… αλλά ο Τάσος δεν γύρισε. «Δεκατέσσερα χρόνια φαρμάκι. Ένα γομάρι που το κρατάς και πας».
Κατέβασε τις σημαίες
Ο Τάσος δεν βρέθηκε τυχαία στο οδόφραγμα της Δερύνειας την ημέρα που δολοφονήθηκε από τους «Γκρίζους Λύκους». Ο πατέρας του θυμόυαμ ότι από μικρός ρωτούσε να μάθει για τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη, τον Αθανάσιο Διάκο, γιατί αγαπούσε την πατρίδα του.
Μάλιστα ένας αξιωματικός, μετά τη δολοφονία του Τάσου, είχε αποκαλύψει μια ιστορία που δεν την ήξερε μέχρι τότε ούτε ο πατέρας. «Όταν υπηρετούσε τη θητεία του ο Τάσος, στο φυλάκιο κάθε μέρα βριζόντουσαν οι δικοί μας με τους Τούρκους στρατιώτες που ήταν απέναντι. Ξέρεις τώρα… τη μάνα σας, τη ράτσα σας, το σπίτι σας… το ένα το άλλο….’. Ένα βράδυ ο Τάσος πήρε το μαχαίρι και πήγε απέναντι στο τουρκικό φυλάκιο, έκοψε τις σημαίες και τους τις πήρε. Εμένα δεν μου το είχε πει ποτέ. Το πρωί όταν αρχίσανε πάλι να βρίζουνε από τα φυλάκια, ο Τάσος είπε στους Τούρκους να κοιτάξουνε τους ιστούς τους. Μετά τους έδειξε τις σημαίες που είχε πάρει και τους έβαλε φωτιά λέγοντας τους να έρθουν να τις πάρουν. Έγινε συναγερμός. Κατέβηκαν τα Ηνωμένα Έθνη, οι Τούρκοι οι λοχαγοί, οι διοικητές τους… όλοι. Υπηρετούσε στο φυλάκιο που βρίσκεται κοντά στο σημείο που σκοτώθηκε.
Ο Διοικητής του Τάσου, τού είπε ότι θα τον στείλει στρατοδικείο. Είχε όμως έναν Κρητικό αξιωματικό που το έλεγε η ψυχή του. Του είπε ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει να τον στείλουν στρατοδικείο γιατί αν είχε 1000 στρατιώτες σαν αυτόν θα ελευθέρωνε τη Κύπρο. ‘Έτσι παλικάρια θέλω’ του είπε. Του ζήτησε όμως να μην το ξανακάνει γιατί είναι επικίνδυνο».
«Τον σκότωσαν οι σκύλοι»
Ο Ισαάκ Ισαάκ διατηρούσε μία ταβέρνα στην περιοχή του Πρωταρά, ακριβώς απέναντι από την Πλατεία Τάσου Ισαάκ. Στην ταβέρνα του δεν πήγαιναν Τουρκοκύπριοι μετά ο άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003. «Μπορούν να έρθουν εδώ; Ας έρθουν. Να μην πατήσουν εδώ μέσα. Τους βλέπω καμιά φορά που περνάνε από δω και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Έχω ένα βάρος πάνω μου. Ο Τάσος δεν ήταν ούτε άρρωστος ούτε σκοτώθηκε σε κανένα ατύχημα. Τον σκοτώσανε οι σκύλοι. Θέλω να μου δοθεί η ευκαιρία να πιάσω κανέναν από τον λαιμό… Αυτοί που σκότωσαν τον Τάσο οι περισσότεροι ήταν Τουρκοκύπριοι. Δεν ήταν Τούρκοι. Έχουν εκδοθεί εντάλματα σύλληψης τους αλλά κανείς δεν ασχολείται. Θα τους κάνουν και ήρωες, αν δεν τους έκαναν ήδη. Θέλω να τιμωρηθούν. Σκότωσαν ένα παιδί που δεν τους έκανε τίποτα. Έτρεξε να γλιτώσει κάποιους άλλους και τον λιντσάρανε 28 άτομα και τον σκότωσαν μπέτρες και με ξύλα».
Η μητέρα του Τάσου Ισαάκ δεν έκρυβε την οργή της για την ελεύθερη διακίνηση των Τουρκοκυπρίων μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. «Για μένα δεν έπρεπε να ανοίξουν τα οδοφράγματα και να πηγαινοέρχονται και οι Τούρκοι και οι δικοί μας. Έπρεπε να χτίσουν τείχος κα να αφήσουν τους Τούρκους να σκοτώνονται μεταξύ τους γιατί θα πεινούσαν. Τώρα τους δώσαμε εμείς φαί. Τους βλέπεις συνέχεια μπροστά σου, Στην υπεραγορά δίπλα στο σπίτι μου, στο ταχυδρομείο… παντού. Τους βλέπω και ανεβαίνει η πίεση μου. Αυτοί που σκοτώσανε τον γιο μου ας το βρουν από τον Θεό. Ο Θεός δικάζει. Οι άνθρωποι κάνουν λάθη αλλά ο Θεός δεν κάνει λάθη».
Σιγά τους πατριώτες
Ο Ισαάκ Ισαάκ δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα για τους πολιτικούς. Κάθε φορά που στη κουβέντα μας γινόταν αναφορά σε αυτούς έκανε μια χαρακτηριστική κίνηση με το χέρι και έλεγε: «Ας τους αυτούς. Άσε τους πολιτικούς. Όλο λόγια. Τους βαρεθήκαμε όλους». Ανοίξανε τα οδοφράγματα και τώρα μπορεί ο καθένας να πηγαίνει «να παίζει το καζίνο του, να τρώει τα ψάρια του και να έρχεται πίσω και να λέει ότι είναι και πατριώτης. Τι πατριώτης ρε! Υπάρχει πατρίδα για αυτούς; Σήμερα δεν έχει πατριώτες ούτε στην Ελλάδα ούτε στη Κύπρο»
Για να σώσει άλλους
Ο Τάσος Ισαάκ τον Αύγουστο του 1996 ήταν 24 χρονών. Δούλευε στο οικογενειακό εστιατόριο και σχεδίαζε την ζωή του με πολλά όνειρα όπως κάθε νέος άνθρωπος. Η μεγάλη πορεία των μοτοσικλετιστών από το Βερολίνο στη Κερύνεια δεν μπορούσε να τον αφήσει αδιάφορο. Παρά την ακύρωση της τελευταίας στιγμής με παράκληση του Γλαύκου Κληρίδη (υπήρχαν πληροφορίες για αιματοκύλισμα) οι μοτοσικλετιστές κινήθηκαν προς το οδόφραγμα της Δερύνειας που οδηγεί στην Αμμόχωστο. Στη νεκρή ζώνη σημειώθηκαν συγκρούσεις μοτοσικλέτιστών και Τούρκων. Κάποιοι από τους Ελληνοκύπριους διαδηλωτές εγκλωβίστηκαν στα συρματοπλέγματα και δεχόντουσαν επίθεση από οργανωμένους «Γκρίζους Λύκους» με επικεφαλής τον Mεχμέτ Aρσλάν. Ο Τάσος Ισαάκ που βρισκόταν εντός της νεκρής ζώνης έσπευσε να βοηθήσει αλλά βρέθηκε ανάμεσα στον όχλο που άρχισε να τον χτυπάει με πέτρες, λοστούς και ξύλα μέχρι που τον άφησαν να ξεψυχήσει.
«Το πρωί είχαμε πάει και μεις στη διαδήλωση» θυμόταν η μητέρα του, «αλλά μετά γυρίσαμε για να ανοίξουμε το εστιατόριο». Ο Τάσος θα έπρεπε να γυρίσει και αυτός στο σπίτι. «Όταν πήγε τέσσερις το απόγευμα άρχισα να ανησυχώ», έλεγε ο Ισαάκ Ισαάκ. «Ήρθε ένα παιδί και μου είπε ότι έχει δυο τραυματίες και έναν νεκρό, αλλά ο Τάσος είναι τραυματίας. Πήγα στο νοσοκομείο του Παραλιμνίου και με φώναξε ο γιατρός και μου είπε ότι ο Τάσος είναι νεκρός»
Πηγή: Protothema.gr