Η καταξιωμένη δημιουργός αφηγείται μια ζωή σαν μυθιστόρημα πλάι στον μεγάλο ζωγράφο του οποίου υπήρξε μούσα, φίλη, μάνα, ερωμένη, σύντροφος ζωής
Συνέντευξη στην Ειρήνη Πιτσόλη
Έφτασα στο σπίτι της. Ενα ζωηρό και φωτεινό «κορίτσι» με υποδέχθηκε σαν να ήμασταν φίλες από χρόνια. Η Ζουζού Μυταρά είναι κάτι πολύ παραπάνω από η σύντροφος του σπουδαίου ζωγράφου Δημήτρη Μυταρά. Είναι εξαιρετική ζωγράφος, ενώ έχει διδάξει Zωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών μένοντας αξέχαστη στους μαθητές της για τις διαδραστικές μεθόδους που ακολουθούσε. Ωστόσο, το μεγάλο έργο της ζωής της είναι το Εργαστήρι Τέχνης Χαλκίδας, ένας πνεύμονας πολιτισμού για την πόλη, σημείο αναφοράς για όλους τους φιλότεχνους και φυτώριο νέων καλλιτεχνών.
«Τα εργαστήρια στη Χαλκίδα ήταν δικό μου όραμα. Ηταν κάτι που ήθελα να φτιάξω “εν ονόματι του Μίμη”. Υλοποιήθηκε με την τρέλα μου. Εκείνος δεν ήθελε, μου έλεγε: “Πού πας να μπλέξεις τώρα;”. Εγώ όμως ήθελα να το κάνω. Για εκείνον. Επειδή είχα δει πόσο είχε παιδευτεί για να τελειώσει τη σχολή. Πολλές φορές δεν είχε να αγοράσει ούτε παπούτσια. Στις αντιρρήσεις του απαντούσα: “Γιατί όχι; Να γίνουν εργαστήρια να πηγαίνουν τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με την τέχνη”. Ηταν ορφανός, έχασε τη μητέρα του πολύ νωρίς. Η κυρία Φρόσω, που ήταν η θετή μητέρα του, δεν ήταν κακή αλλά δεν ήταν σαν τη μητέρα του, η οποία, όπως μου έλεγαν, ήταν καταπληκτική. Καλλονή και πανέξυπνη. Ο Δημήτρης πήγαινε στην αδερφή του να τρώει και έμενε σε έναν χώρο που του είχε παραχωρήσει μια θεία του. Ετσι έβγαλε τη σχολή, εκεί όπου τον γνώρισα. Στενοχωριόμουν πάρα πολύ που έβλεπα να ταλαιπωρείται. Προτού γίνει ο Μυταράς ήταν ο Μίμης, το φτωχό και ορφανό παιδί. Εγώ ήμουν αυτή που τον πλησίασε. Γιατί έτσι είμαι ως άνθρωπος. Μου αρέσει να πλησιάζω τους ανθρώπους. Γι’ αυτό μου αρέσει και το Εργαστήρι. Μου αρέσει που είμαι κοντά στα παιδιά και στους ανθρώπους που εργάζονται εκεί. Σε μένα ο Μίμης βρήκε έναν δικό του άνθρωπο όταν ξεκίνησε η φιλία μας στη σχολή. Μέχρι να καταλήξει η φιλία να γίνει η σχέση ζωής που έγινε, πέρασαν πολλά χρόνια», αφηγείται.
Γιάννης Παπαϊακώβου, Ζουζού Μυταρά, Κατερίνα Πισαρίδη και Γιώργης Τζόβλας στο Εργαστήρι Τέχνης στη Χαλκίδα
«Ημουν αποφασισμένη να κάνω κάτι πολύ καλό στη Χαλκίδα. Για τον Μίμη και για όλα αυτά τα παιδιά που έβλεπα ότι αγαπούσαν τη ζωγραφική αλλά δεν είχαν τα μέσα για να ασχοληθούν με αυτή. Βλέπεις ότι σε όλη την Ελλάδα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο.
Ο Δημήτρης και η Ζουζού Μυταρά βίωσαν μια σπάνια σχέση ζωής
Και να ξεκινήσει κάτι, σταματάει. Λείπει ο “τρελός” που δεν θα εγκαταλείψει μπροστά στα εμπόδια. Αυτός που θα βάλει όλη την ψυχή του και το αίμα του γιατί όλο αυτό το κάνει για έναν σκοπό. Οχι για να επιδειχθεί ή για να βγάλει χρήματα. Θα μπορούσα να είμαι απλά η γυναίκα του Μυταρά, ζωγράφος, και να επαναπαυτώ, να κάνω μια άνετη ζωή. Αλλά δικαιώθηκα. Στη Χαλκίδα το Εργαστήρι πήγε καλά. Το πίστεψε ο κόσμος. Το αγάπησε. Ερχονται. Στέλνουν τα παιδιά τους. Εγώ, όμως, δεν είμαι ικανοποιημένη. Θέλω να κάνω κι άλλα πράγματα εκεί. Και για τον Μίμη αλλά και για μένα», κάνει τον απολογισμό της.
Ζουζού Μυταρά
Της ζητώ να μοιραστεί μαζί μας το πρώτο έργο τέχνης που τη συγκίνησε: «Ηταν πολλά. Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε μια οικογένεια που μου παρείχε καλή μόρφωση. Ημουν το κορίτσι της καλής οικογένειας. Με πήγαιναν από παιδί σε πινακοθήκες και μουσεία και έβλεπα πολλά έργα. Με συγκινούσαν πολλά από αυτά. Με συγκινούσε το χρώμα, το σχήμα, ο άνθρωπος. Και αυτό εξελίχθηκε σιγά-σιγά και με οδήγησε να πω στους γονείς μου: “Θα πάω στην Καλών Τεχνών”. Η τέχνη ήταν μέσα μου».
«Χαρίκλεια» 1971, Δημήτρης Μυταράς
«Τα εργαστήρια στη Χαλκίδα ήταν κάτι που ήθελα να φτιάξω “εν ονόματι του Μίμη” για όλα τα παιδιά που αγαπούν τη ζωγραφική»
Το βλέμμα της φωτίζει όταν τη ρωτώ για το μυστικό της επιτυχίας μιας σχέσης που κρατάει μια ζωή. «Κατ’ αρχάς, ας βάλουμε στην άκρη το “εραστές”. Αυτό ήρθε μετά. Με τον Μυταρά ξεκινήσαμε σαν φίλοι και ουσιαστικά αυτό έμεινε ως στοιχείο στη σχέση μας σε όλη μας τη ζωή. Σεβόμουν τη δουλειά του και σεβόταν κι εκείνος τη δική μου. Σεβόμασταν και αγαπούσαμε ο ένας τη δουλειά του άλλου. Δεν είχαμε ανταγωνισμό». Το χαρακτηριστικό του που αγάπησε περισσότερο απ’ όλα ήταν «η ευγένειά του. Ηταν ευπατρίδης. Ηταν ιδιαίτερος άνθρωπος. Είχε μια έμφυτη αριστοκρατικότητα». Ενιωσε ποτέ να επισκιάζεται η δική της δουλειά ως ζωγράφος από τη δική του; «Οχι, όχι. Αυτό δεν θα το καταδεχόμουν ποτέ. Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να συγκρίνω τη δουλειά μου με τη δική του», απαντά κατηγορηματικά. «Μου άρεσε πολύ η δουλειά του Μυταρά, από τη σχολή ακόμα. Επικοινωνούσαμε όμορφα από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε. Δεν μπορούσα να κάνω παρέα με τις συμμαθήτριές μου. Ηταν σουσούδες. Με την έννοια ότι έρχονταν στη σχολή όχι από πάθος για τη ζωγραφική, αλλά για να λένε ότι είναι στην Καλών Τεχνών. Ελίτ, τότε. Ανάμεσά τους βέβαια, υπήρχαν κοπέλες με αξία. Εγώ ήμουν κάτι άλλο. Με ένα ζιβάγκο, να με νοιάζει μόνο το μάθημα και αργότερα βέβαια, ο Μυταράς, η δουλειά του πιο πολύ, την οποία θαύμαζα. Ο Μυταράς ήταν πάρα πολύ καλός δάσκαλος. Εγώ, ως δασκάλα, ήθελα να είμαι ειλικρινής. Καμιά φορά γινόμουν σκληρή, αλλά τα παιδιά όταν τους έλεγα “αυτό που έκανες είναι χάλια”, ήξεραν και πώς και γιατί το λέω. Πιστεύω ότι υπήρξαμε και οι δύο καλοί δάσκαλοι. Εκείνος βέβαια είχε μεγάλη αναγνώριση και την άξιζε».
Ζουζού, Αριστείδης και Δημήτρης Μυταράς
Η φιλία που την ένωσε με τον αείμνηστο ζωγράφο τι ρόλο παίζει σήμερα στη ζωή της; «Δεν έχω πολλούς φίλους. Αγαπώ τους ανθρώπους αλλά είμαι επιλεκτική. Εκτιμώ την ειλικρίνεια στον άλλον, το καθαρό βλέμμα. Σιχαίνομαι τους δήθεν και τους ψεύτες. Και ο Μυταράς τούς σιχαινόταν», απαντά ζωηρά. Είναι, επίσης, υπερήφανη Ελληνίδα: «Είμαστε ξεχωριστοί εμείς οι Ελληνες. Εχουμε ένα μυαλό ευαίσθητο και πολύπλοκο μαζί. Είμαστε και ευαίσθητοι και έξυπνοι. Αυτό δεν θα μπορούσα να το πω για άλλον λαό. Είμαι ευτυχισμένη που είμαι Ελληνίδα. Και αλίμονό σου αν μου πεις ότι πρέπει να ντρέπομαι γι’ αυτό. Σε έφαγα».
«Ηξερε να σε ανεβάζει ψηλά. Ολα μου λείπουν από τον Μυταρά. Το να φας το μεσημέρι μαζί του είχε μεγάλη πλάκα»
Για τα παιδικά της χρόνια αναφέρει: «Η περίοδος της Κατοχής ήταν πάρα πολύ σκληρή. Υποφέραμε πάρα πολύ στην Αθήνα. Ξέρεις τι θα πει να είσαι μικρό κορίτσι και να βλέπεις ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα στην πόρτα σου; Αυτά, όμως, με έκαναν πιο δυνατή, πιο ψύχραιμη. Αυτές οι εικόνες βγήκαν και στα έργα μου μετά. Τα έργα μου χαρακτηρίζονται από μια μελαγχολία αλλά και από το συναίσθημα της μοναξιάς. Αυτό το αισθανόμουνα ακόμα και όταν ήμουν με τον Μίμη. Ομως το διοχέτευα στη ζωγραφική μου. Αν αυτό το συναίσθημα δεν το βγάλεις κάπου, μπορεί να σε σκοτώσει».
Η φιλία προηγήθηκε του έρωτα
Το Ζουζού πώς προέκυψε; «Τη μητέρα μου τη θαύμαζα, πίστευα πολύ σε εκείνη. Με τον μπαμπά μου είχα πιο τρυφερή σχέση. Με έπαιρνε αγκαλιά συνέχεια, με έβαζε στο κρεβάτι μου, μου έλεγε “καληνύχτα Ζούμπερο”. Το Ζουζού μου το κόλλησαν γιατί ήμουν το κορίτσι μετά από τρία αγόρια και με έβλεπαν όλοι σαν το μπιμπελό τους. Κι έτσι μου έμεινε το Ζουζού, ενώ το όνομα μου, Χαρίκλεια, μου αρέσει πάρα πολύ. Δεν μπορώ να πω ότι είχα αδυναμία στον πατέρα μου. Αδυναμία έχω μόνο όταν ερωτεύομαι. Εκεί την πατάω.
Ο Μυταράς ήταν φαινομενικά πολύ κοινωνικός. Εβγαινε, είχε φίλους, χιούμορ, όμως κατά βάθος ήταν κι εκείνος μοναχικός. Σε εμένα βρήκε τη μάνα, τη φίλη, τη σύντροφο, τον άνθρωπο που τον νοιάστηκε πραγματικά. Τον φλέρταραν πολύ τα κορίτσια στη σχολή. Το έβρισκα φυσικό να θέλουν να είναι με τον δάσκαλό τους. Εκείνος, όμως, ήταν αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Στο παιδί του τον Αριστείδη. Στη Ζουζού του. Δεν θυμάμαι δύσκολες στιγμές με τον Μυταρά. Η ζωή μας ήταν καλή».
Η δασκάλα Ζουζού Μυταρά
Ο χρόνος που περνά «δεν με φοβίζει καθόλου. Είμαι συμφιλιωμένη μαζί του. Δεν ένιωθα ποτέ πολύ ωραία γυναίκα για να με απασχολούν οι αλλαγές που φέρνει ο χρόνος. Ούτε με ενδιέφερε ποτέ η εξωτερική μου εμφάνιση. Ηθελα να είμαι ο άνθρωπος που πίστευα ότι πρέπει να είμαι. Τίποτε άλλο».
Αποχαιρετώντας τη, θυμάμαι ότι στην πρώτη μας τηλεφωνική επικοινωνία μού είχε πει: «Χωρίς τον Μυταρά νιώθω μισός άνθρωπος». «Ηταν φωτεινός άνθρωπος και ήξερε να ανεβάζει ψηλά όσους ήταν κοντά του. Ηταν γεννημένος φωτεινός… Ούτε ζήλευε, ούτε έλεγε κακή κουβέντα για άνθρωπο. Πλέον, η Μαρίλια, η εγγονή μου, ένα μοναδικό πλάσμα, είναι η μεγαλύτερή μου χαρά σήμερα και ονειρεύομαι τα καλύτερα για εκείνη. Ολα μου λείπουν, όμως, από τον Μυταρά. Το να φας το μεσημέρι μαζί του είχε μεγάλη πλάκα»
Protothema.gr