Το μοιραίο ταξίδι από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα – Οι τιμωρίες των υπευθύνων
Με τη μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία στην Ελλάδα τα νεότερα χρόνια θα ασχοληθούμε σήμερα. Πρόκειται για το ναυάγιο του πλοίου «Χειμάρα» τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου 1947 στον Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο, το οποίο στοίχισε τη ζωή σε 383 ανθρώπους, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή. Όμως υπάρχουν αναφορές για ακόμα περισσότερα θύματα. Διχογνωμία εξακολουθεί να υπάρχει για τα αίτια που προκάλεσαν το τραγικό ναυάγιο.
Οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος και σε αλλαγή καθορισμένης ρότας ή σε πρόσκρουση του πλοίου σε νάρκη, καθώς μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή μαινόταν στη χώρα μας ο εμφύλιος πόλεμος; Γράφτηκε τότε ότι καθώς στο πλοίο επέβαιναν και πολιτικοί κρατούμενοι, συνοδευόμενοι από χωροφύλακες, αυτό βυθίστηκε από νάρκη που είχε τοποθετηθεί από Αριστερούς. Το πόρισμα της ανάκρισης, όπως θα δούμε, δεν δέχεται αυτήν την εκδοχή και αποδίδει την ευθύνη για το ναυάγιο στον πλοίαρχο και σε άλλα μέλη του πληρώματος. Πάντως οι ποινές που επιβλήθηκαν σε όσους τιμωρήθηκαν ήταν επιεικέστατες. Από 1 έως και 12 μήνες. Ο πλοίαρχος όχι μόνο τιμωρήθηκε με απαγόρευση άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος για 9,5 μήνες μόλις, αλλά στη συνέχεια έγινε και πλοιοκτήτης.
Το πλοίο «Χειμάρα»
Το 1904 η Γερμανική εταιρεία Stettiner Dampfschiffs-Gesellschaft J. F. Braeunlich Gmbtt παρήγγειλε στο ναυπηγείο Stettiner Oderwerke A. G. στο Stetinn-Grabow της Γερμανίας ένα ατμόπλοιο το οποίο έλαβε τον αριθμό ναυπήγησης 547. Το πλοίο ονομάστηκε HERTHA καθελκύστηκε τον Απρίλιο του 1905 και παραδόθηκε στην εταιρεία τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Αρχικά δρομολογήθηκε μεταξύ των λιμανιών του Sassnitz στη Γερμανία και του Trelleborg στη Σουηδία. Το 1909 μεταφέρθηκε στη γραμμή μεταξύ Stettin και Swinemunde-Rugen-Bornholm.
Είχε διαστάσεις 76,3 X 10,3 μέτρα και βύθισμα 4,1 μέτρα, μπορούσε να αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα 12 κόμβων (περ. 22 km/h) ενώ μπορούσε να μεταφέρει 1.250 επιβάτες και πλήρωμα 54 ατόμων. Στις 6/8/1914 το HERTHA επιτάχθηκε από το γερμανικό αυτοκρατορικό ναυτικό και χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομειακό. Το Σεπτέμβριο του 1914 μετατράπηκε σε βοηθητικό ναρκαλιευτικό. Το 1919 επιστράφηκε στους ιδιοκτήτες του και συνέχισε τα ταξίδια αναψυχής ενώ κάποιες φορές ταξίδευε στο δανέζικο νησί Bonrholm και το λιμάνι της Κοπεγχάγης. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Οκτώβριο του 1939 εντάχθηκε και πάλι στο γερμανικό πολεμικό ναυτικό. Μετατράπηκε σε πλωτό κοιτώνα και στη συνέχεια διατέθηκε στον τρίτο στολίσκο υποβρυχίων που είχε έδρα στο Κίελο.
Ακολούθησε τα υποβρύχια του στολίσκου στην εκστρατεία της Νορβηγίας. Παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς των γερμανικών πλοίων από τους Συμμάχους, το πλοίο παρέμεινε αλώβητο και μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας τον Μάιο του 1945 μεταφέρθηκε στο Korsor της Δανίας. Στη συνέχεια περιήλθε στη Βρετανική διοίκηση ως λάφυρο πολέμου και τον Σεπτέμβριο του 1945 μεταφέρθηκε στο Methil της Σκωτίας για τις απαραίτητες επισκευές.
Η Βρετανική κυβέρνηση συμφώνησε να δοθεί το πλοίο στην Ελλάδα στο πλαίσιο των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων. Στις 25 Ιανουαρίου 1946 ρυμουλκήθηκε στο Λονδίνο και με την παραχώρησή του εγγράφηκε με τον αριθμό 595 στο νηολόγιο του προξενικού λιμεναρχείου και μετονομάστηκε σε «Χειμάρα». Σημειώνουμε ότι το πλοίο καταχωρήθηκε στο Lloyd’s Register με το πλοίο “HEIMARA”, ενώ και στο πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής αναφέρεται ως «Χειμάρα», γι’ αυτό ακολουθούμε αυτή τη γραφή.
Με την άφιξη του στον Πειραιά το «Χειμάρα» υπέστη νέες μετατροπές και απέκτησε πρωτόκολλο μεταφοράς 500 επιβατών τη χειμερινή περίοδο και 600 τη θερινή. Γράφτηκε σε εφημερίδες της εποχής ότι ξοδεύτηκαν από τις Αρχές υπέρογκα πόσα για τις μετατροπές αυτές. Το «Χειμάρα» εντάχθηκε στον στόλο της Κρατικής Διεύθυνσης Θαλασσίων Μεταφορών. Εκείνη την εποχή οι χερσαίες συγκοινωνίες λόγω των καταστροφών από τον πόλεμο και τον Εμφύλιο ήταν πολύ δύσκολες και για να καλυφθούν ορισμένες βασικές γραμμές της ακτοπλοΐας, το κράτος απαίτησε από τους Συμμάχους κάποιες αφοπλισμένες κορβέτες, τις οποίες δρομολόγησε ως επιβατηγά. Παράλληλα παλαιές θαλαμηγοί αγοράστηκαν από Έλληνες εφοπλιστές και μετατράπηκαν επίσης σε επιβατηγά.
Στον στόλο της Διεύθυνσης Θαλασσίων Μεταφορών βρίσκονταν και τα πλοία: “ΕΛΕΝΗ” (έτος ναυπήγησης 1903), “ΚΟΡΙΝΘΙΑ” (1911), “ΚΟΡΥΤΣΑ” (1893) και το ανελκυσθέν “ΝΑΥΣΙΚΑ” (1896). Επίσης βρίσκονταν πέντε κορβέτες, τα ατμόπλοια ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, ΒΟΛΟΣ, ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ και ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, προερχόμενα από πολεμικές επανορθώσεις επίσης, καθώς και μερικά μικρά πετρελαιοκίνητα σκάφη. Το «Χειμάρα» ξεκίνησε τα δρομολόγιά του στις 11 Ιουλίου 1946 στη γραμμή Πειραιάς- Χαλκίδα- Βόλος- Θεσσαλονίκη, ενώ τους πρώτους μήνες της παρουσίας του στις ελληνικές θάλασσες εκτελούσε δρομολόγια και στις Κυκλάδες, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, τη Σάμο και την Ικαρία.
Το μοιραίο ταξίδι
Στις 18 Ιανουαρίου 1947 στις 8:30 π. μ. το «Χειμάρα» με 530 επιβάτες και 87 άνδρες πλήρωμα απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες του ήταν 244 αδειούχοι στρατιώτες, 34 πολιτικοί κρατούμενοι που οδηγούνταν στην εξορία και 43 χωροφύλακες. Μετά τον απόπλου του πλοίου ο πλοίαρχος ζήτησε και πέτυχε να παραμείνουν οι κρατούμενοι χωρίς δεσμά σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Πλοίαρχος ήταν ο Σπύρος Π. Μπιλίνης, ένας από τους πλέον έμπειρους της ακτοπλοΐας.
Γεννήθηκε στα Βάτικα της Λακωνίας το 1895. Από νωρίς στράφηκε στη θάλασσα ταξιδεύοντας με καΐκια, γρήγορα όμως στράφηκε στην ακτοπλοΐα. Το 1922 ναυάγησε για πρώτη φορά λόγω πυρκαγιάς στο ακτοπλοϊκό «Αστραπή». Στη συνέχεια υπήρξε πλοίαρχος σε καράβια της Λακωνικής Ακτοπλοΐας, της οποίας υπήρξε μέτοχος. Το 1941 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το επιβατηγό “ΛΕΩΝ” όταν αυτό βομβαρδίστηκε από Γερμανικά αεροσκάφη και βυθίστηκε κοντά στη Χαλκίδα.
Ο Μπιλίνης λόγω της κακοκαιρίας θεώρησε σκόπιμο να μην περάσει ανοιχτά της Εύβοιας αλλά να πλεύσει εσωτερικά της, περνώντας από τη Χαλκίδα. Εκείνη την εποχή όμως στις ελληνικές θάλασσες υπήρχαν ναρκοπέδια και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό τα πλοία ακολουθούσαν προκαθορισμένες πορείες που ήταν οι πλέον ασφαλείς. Το πλοίο έφτασε στη Χαλκίδα μετά από 16 ώρες, τα μεσάνυχτα της 18ης Ιανουαρίου. Εκεί αποβιβάστηκαν 9 ή 10 επιβάτες και επιβιβάστηκε άγνωστος αριθμός ατόμων.
Αφού πέρασε τα στενά του Νοτίου Λιμένα παράλλαξε την Αυλίδα ανεβάζοντας ταχύτητα στους 12 κόμβους. Ο άνεμος ήταν βόρειος, μέτριας έντασης και επικρατούσε δριμύ ψύχος. Ο πλοίαρχος Μπιλίνης ισχυρίστηκε ότι αφού έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στον αξιωματικό φυλακής, Ανθυποπλοίαρχο Αθανάσιο Καναβά, αποσύρθηκε στο διαμέρισμα χαρτών όπου και αναπαύθηκε στον καναπέ φορώντας τα ρούχα του.
Ο πλους συνεχίστηκε κανονικά ως τις 4:00 π. μ. οπότε έγινε η προβλεπόμενη αλλαγή φυλακής στον αξιωματικό φυλακής γέφυρας, στον πηδαλιούχο και στο μηχανοστάσιο. Στη γέφυρα ο Ανθυποπλοίαρχος Καναβάς παρέδωσε στον Ύπαρχο Ιωάννη Μπέρτση, το πηδάλιο παρέλαβε ο Ναύτης Χρήστος Ζουμπουλάκης και τη μηχανή ο Β’ μηχανικός Π. Μπογιατζίδης. Δεν πρόλαβε όμως να κατέβει στα χειριστήρια για να παραλάβει από τον Γ’ μηχανικό Δ. Γεωργούδη.
Στις 4:10 π. μ. ενώ στη γέφυρα βρισκόταν ο Ιωάννης Μπέρτσης και ο ανθυποπλοίαρχος Καναβάς ήταν ακόμα στο διαμέρισμα χαρτών το «Χειμάρα» έπλεε κοντά στις νησίδες Βερδούγια ανάμεσα στα Νέα Στύρα και την Αγία Μαρίνα.
Η ολέθρια πρόσκρουση
Το πλοίο συνέχισε να κινείται με πορεία 140 μοιρών, καθώς ο Ι. Μπέρτσης δεν είχε ενημερωθεί κατά την αλλαγή της βάρδιας να στρέψει την πορεία σε 125 μοίρες. Αντιλαμβανόμενος τον άμεσο κίνδυνο ο Μπέρτσης διέταξε τον πηδαλιούχο «όλο δεξιά». Η πλώρη του «Χειμάρα» μετακινήθηκε δεξιά, όμως η αριστερή πλευρά του πλοίου προσέκρουσε σε βραχώδη προεξοχή του υφαλοπρανούς της βραχονησίδας Θερακωτό ( στο πόρισμα της Ανακριτικής Επιτροπής Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων αναφέρεται ως Γάιδαρος, η Υδρογραφικη Υπηρεσια την αναφέρει ως Λευκασιά ή Δερακωτός, ενώ στη γύρω περιοχή είναι γνωστή ως Θερακωτός).
Το πλοίο σείστηκε από άκρη σε άκρη και τα φώτα έσβησαν. Οι επιβάτες ξύπνησαν έντρομοι και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Η σφοδρή πρόσκρουση προκάλεσε εισροή υδάτων από τα ύφαλα του πλοίου και επιπλέον έθεσε εκτός λειτουργίας στο πηδάλιο με αποτέλεσμα το «Χειμάρα» να μείνει ακυβέρνητο, ενώ ατμοί έβγαιναν από το μηχανοστάσιο του. Ο πλοίαρχος Μπιλίνης έδωσε εντολή να χρησιμοποιηθεί το χειροκίνητο πηδάλιο του πλοίου με σκοπό την προσάραξη του σε αβαθή.
Αν και οι μηχανές του πλοίου εξακολουθούσαν να λειτουργούν για ένα μικρό χρονικό διάστημα, το χειροκίνητο πηδάλιο δεν υπάκουε. Επίσης δεν μπορούσε να σταλεί σήμα κινδύνου καθώς ο ασύρματος δεν λειτουργούσε. Τότε ο πλοίαρχος διέταξε τη διανομή σωσιβίων στους επιβάτες και με έναν τηλεβόα έδωσε διαταγή εγκατάλειψης. Όμως όπως ήταν αναμενόμενο επικράτησε πανικός. Το «Χειμάρα» είχε έξι σωστικές λέμβους που μπορούσαν να μεταφέρουν 320 άτομα αλλά και μικρότερες σχεδίες.
Οι σωστικές λέμβοι ρίχτηκαν στη θάλασσα αλλά καθώς αρκετές ήταν ακαλαφάτιστες έμπαζαν νερά. Οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες που επέβαιναν στο πλοίο έκαναν χρήση των όπλων τους για να είναι αυτοί οι πρώτοι που θα ανέβουν στις σωστικές λέμβους. Παρασυρόμενο από τον άνεμο και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα που επικρατούσαν στην περιοχή το «Χειμάρα» βυθίστηκε γύρω στις 5:30 π. μ. σε βάθος 33 μέτρων κοντά στη νησίδα Παρθενόπη (ή Μεγάλο Βερδούγι με ύψος 81 μέτρα), στην οποία υπάρχει φάρος.
Οι εφιαλτικές ώρες των ναυαγών – Πώς διασώθηκαν εκατοντάδες άτομα;
Στις 7 π. μ. το πετρελαιοκίνητο καΐκι “ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ” του Ιορδάνογλου που διερχόταν από την περιοχή περισυνέλεξε 30 ναυαγούς και τους μετέφερε στους Πεταλιούς. Αργότερα επέστρεψε ξανά στον χώρο του ναυαγίου και περισυνέλεξε άλλους 36. Ο πλοίαρχός του δέχθηκε σφοδρή κριτική, αφενός γιατί δεν έριξε μέρος του φορτίου του στη θάλασσα για να σώσει και άλλους ναυαγούς, αλλά και γιατί μετέφερε τους ναυαγούς στους Πεταλιούς και όχι σε κοντινότερο λιμάνι. Στη συνέχεια έφτασε στην περιοχή του ναυαγίου το πετρελαιοκίνητο ιστιοφόρο «Άγιος Κωνσταντίνος» του Γ. Παπαναστασίου από τα Στύρα που περισυνέλεξε 58 επιζώντες και μία σορό.
Στο καΐκι επέβαινε και ο γιατρός των Στύρων που αμέσως πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες σε ναυαγούς. Το «Άγιος Κωνσταντίνος» μετέφερε τους διασωθέντες στη Ραφήνα και αναχώρησε ξανά για τα Βερδούγια. Παράλληλα καΐκια και άλλα πλοία άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή του ναυαγίου. Από τον Πειραιά ξεκίνησε και το ατμόπλοιο «Πάτραι» για να συνδράμει στην έρευνα και διάσωση. Κάποιοι ναυαγοί κολύμπησαν ως τα Βερδούγια και άλλα ερημονήσια. Από εκεί τους περισυνέλεξαν διάφορα καΐκια. Ένα ζευγάρι ναυαγών κολύμπησε 6 ώρες και έφτασε στον Μαραθώνα. Ο απολογισμός ήταν τραγικός: 341 επιβάτες και 42 μέλη του πληρώματος πνίγηκαν, ενώ 44 μέλη του πληρώματος και 189 επιβάτες διασώθηκαν. Tο ναυάγιο του «Χειμάρα» αποκλήθηκε «ελληνικός Τιτανικός».
Έπεσε το Χειμάρα σε νάρκη που είχαν τοποθετήσει Αριστεροί για σαμποτάζ;
Κάποιοι συντηρητικοί κύκλοι της εποχής παρουσίασαν την εκδοχή ότι το «Χειμάρα» βυθίστηκε γιατί έπεσε σε νάρκη που είχαν τοποθετήσει αριστεροί για σαμποτάζ. Την εκδοχή αυτή ενίσχυσε και ο ισχυρισμός του πλοιάρχου Μπιλίνη ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Όμως η επιτροπή που ανέλαβε τη διερεύνηση του τραγικού ναυαγίου απέρριψε με επιχειρήματα αυτή τη θεωρία για τους εξής λόγους:
α) δεν παρατηρήθηκε από κανέναν αυτόπτη μάρτυρα η στήλη νερού που ακολουθεί την έκρηξη νάρκης αλλά ούτε και η χαρακτηριστική λάμψη
β) δεν υπήρξαν νεκρά ψάρια στην περιοχή και
γ) δεν προκλήθηκε σοβαρό ρήγμα στα πλευρά του πλοίου.
Ακόμα η συγκεκριμένη περιοχή είχε ελεγχθεί πριν λίγο καιρό από τον δεύτερο στολίσκο ναρκαλιευτικών του Π. Ν. ο κυβερνήτης του ναρκαλιευτικού “Λεύκας” ανέφερε: «Η υποψία ότι το «Χειμάρα» με τους εκατοντάδες πνιγμένους του προσέκρουσε σε νάρκη έθιγε τη φιλοτιμία μας και το βαθύ αίσθημα ευθύνης που είχαμε στη δουλειά μας».
Το πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής- Οι ποινές “χάδι” των υπευθύνων της τραγωδίας
Το πόρισμα της ΑΕΕΝΑ ήταν καταπέλτης για τις ευθύνες του πλοιάρχου και άλλων μελών του πληρώματος του «Χειμάρα». Επέριψε ευθύνες στον Σ. Μπιλίνη γιατί δεν έδωσε ρητές οδηγίες για την πορεία στο επικίνδυνο στενό του Ευβοϊκού, δεν ειδοποίησε με φωτοβολίδες ή άλλο τρόπο για το ναυάγιο, δεν φρόντισε να κλείσουν οι υδατοστεγείς θύρες ούτε να ποντίσει τις άγκυρες στο πιο ρηχό σημείο από το οποίο διήλθε το πλοίο μετά την πρόσκρουση. Ευθύνες έριχνε ακόμα το πόρισμα στους Καναβά και Μπέρτση ενώ κατακεραύνωνε τους μηχανικούς του πλοίου Δρανδάκη, Παπαγιαννόπουλο, Μπογιατζίδη και Γεωργούδη οι οποίοι αμέσως εγκατέλειψαν το σκάφος και παρέσυραν και άλλα μέλη του πληρώματος να κάνουν το ίδιο, αντί να τεθούν στη διάθεσή του καπετάνιου.
Τον Μάρτιο του 1947 το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας επέβαλε τις εξής ποινές προσωρινής άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος. Θεωρούμε ότι οι ποινές αυτές ήταν πάρα πολύ επιεικείς. Στον πλοίαρχο Σ. Μπιλίνη ποινή 9,5 μηνών για βαριά αμέλεια επί της εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Στον Α μηχανικό Ν. Δρανδάκη ποινή 12 μηνών. Ποινή έξι μηνών επιβλήθηκε στον Ύπαρχο Ι. Μπέρτση και στους Β’ μηχανικούς Γ. Παπαγιαννόπουλο και Π. Μπογιατζίδη για αμέλεια εκτέλεσης των καθηκόντων τους, ενώ στον Ανθυποπλοίαρχο Α. Καναβά επιβλήθηκε η ποινή του ενός μηνός για αμέλεια επί της εκτέλεσης των καθηκόντων.
Ας δούμε περιληπτικά την έκθεση για το ναυάγιο.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΡΙΘ. 77/1947 ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ(ΑΕΕΝΑ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΥΘΙΣΗ ΤΟΥ Ε/Γ-Α/Τ “ΧΕΙΜΑΡΑ”
1.- Το Ε/Γ-Α/Τ “ΧΕΙΜΑΡΑ” ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο, είχε καθαρό μήκος 75,10 μ., πλάτος 10,20 μ. ΚΟΧ 1221, ΚΚΧ 487 και έτους κατασκευής το 1905.
2.- Την 18-1-1947 και ώρα 0830 απέπλευσε από Θεσ/νίκη για Πειραιά με πλήρωμα 86 άνδρες και 544 επιβάτες.
3.- Ο πλοίαρχος θεώρησε σκόπιμο λόγω της κακοκαιρίας να πλεύσει μέσω του Ευβοϊκού Κόλπου. Την 01.30 ώρα της 19-1-1947 το πλοίο κατέπλευσε στην Χαλκίδα και αφού έγινε αποεπιβίβαση επιβατών εντός ολίγου αναχώρησε για Πειραιά. Ο πλοίαρχος αφού παρέδωσε την διακυβέρνηση του πλοίου στον Αξ/κό Υπηρεσίας απεσύρθη στο δωμάτιο χαρτών για ανάπαυση.
4.- Περί την ώρα 04.10 της 19-1-47 το πλοίο εδονήθη, τα φώτα έσβησαν, ατμοί άρχισαν να εξέρχονται από τον χώρο του μηχανοστασίου, το πηδάλιο αχρηστεύτηκε στην θέση “όλο δεξιά” και παρουσιάστηκε εισροή υδάτων.
5.- Το πλοίο έκτοτε έμεινε ακυβέρνητο, οι δε μηχανές του εξακολουθούσαν να λειτουργούν για λίγο χρονικό διάστημα ακόμα και παρασυρόμενο από τον άνεμο και τα θαλάσσια ρεύματα, εβυθίσθη 1100 μέτρων περίπου από τον φάρο “Βερδούλι” με κατεύθυνση 176 (πλησίον Α. Μαρίνας Αττικής) μετά παρέλευση 0130 ώρας από το ατύχημα. Λόγω της βύθισης του πλοίου έχασαν την ζωή τους 42 μέλη από το πλήρωμα και 326 από τους επιβάτες.
6.- Η βύθιση του πλοίου και η απώλεια τόσων ανθρώπων προήλθε από πρόσκρουση της αριστερής πλευράς του πλοίου επί βραχώδους προεξοχής της νησίδας “Γάιδαρος” στο Νότιο Ευβοικό Κόλπο και οφείλεται στην μή τήρηση της σωστής πορείας του πλοίου εντός διαύλου ασφαλείας από τους αξ/κούς γέφυρας, στις παραλήψεις και ενδεδειγμένες ενέργειες που έπρεπε να γίνουν από τα μέλη του πληρώματος την ώρα του ατυχήματος, στον πανικό που δημιουργήθηκε, στην κακοκαιρία και στο δριμύ ψύχος που επικρατούσε.
Ο Πλοίαρχος του «Χειμάρα» έγινε πλοιοκτήτης μετά το τραγικό ναυάγιο του πλοίου…
Ο Πλοίαρχος Σ. Μπιλίνης συνέχισε να υπηρετεί στην ακτοπλοΐα μετά το ναυάγιο του «Χειμάρα». Αρχικά, σε πλοία των αδελφών Τυπάλδου. Το 1958 απέκτησε το επιβατηγό πλοίο «ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ» το οποίο ταξίδευε ως το 1973. Το 1963 απέκτησε το φορτηγό πλοίο «ΕΙΡΗΝΗ Μ.» που διατήρησε στην ιδιοκτησία του ως το 1974. Το 1970 ξεκίνησε τη μετασκευή του μεικτού φορτηγού πλοίου DJEBELDIRA στο κρουαζιερόπλοιο «ΦΟΙΝΙΞ» που όμως κατασχέθηκε το 1978 από πιστωτές και εκπλειριάστηκε παίρνοντας το όνομα «ΜΕΛΩΔΙΑ». Το πλοίο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1996 και βυθίστηκε στη νήσο Αταλάντη του Σαρωνικού…
Το ναυάγιο σήμερα.
Στο ναυάγιο του «Χειμάρα» έγιναν αρκετά χρόνια αργότερα εκτεταμένες εργασίες ανέλκυσης που ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 1968. Το ναυάγιο κόπηκε σε τμήματα τα οποία ανελκύστηκαν με πλωτό γερανό προκειμένου να εκποιηθούν ως παλιοσίδερα. Το 2000 μετά από σχετική αδειοδότηση ,καταδυτική ομάδα από τους Κώστα Θωκταρίδη, Αντώνη Γράφα, Αριστείδη Ζερβούδη και Βασίλη Λάμπρου ανέσυρε από το βυθό 178 αντικείμενα των επιβατών και του πληρώματος του «Χειμάρα» και αφού τα συντήρησε τα παρέδωσε στον Δήμο Ραφήνας για να εκτεθούν στο κοινό. Ανάμεσα σε αυτά ήταν αλληλογραφία της εποχής, εφημερίδες, βιβλία καθώς και τα μπρούντζινα γράμματα του ονόματος του πλοίου.
Πηγές:
ΧΡΗΣΤΟΣ Ε. ΝΤΟΥΝΗΣ, «ΤΑ ΝΑΥΑΓΙΑ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ 1900-1950», ΕΚΔΟΣΕΙΣ FINATEC A.E., 2000
ΚΩΣΤΑΣ ΘΩΚΤΑΡΙΔΗΣ-ΑΡΗΣ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, «ΝΑΥΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΥΘΟ. ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ», ΙΔΡΥΜΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗ, 2015.
Αναδημοσίευση: Πρώτο θέμα