Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος έφερε την Εύβοια όπως και όλη την Ελλάδα υπό Ιταλική και Γερμανική κατοχή σηματοδοτώντας μία περίοδο εξαθλίωσης των κατοίκων αλλά και τη γέννηση της αντίστασης ενάντια στον εισβολέα. Ανάμεσα σε εκείνους που αντιστάθηκαν υπήρχαν και γνωστοί αλλά και άγνωστοι σε πολλούς Ευβοιώτες, οι οποίοι τόσο στις μάχες όσο και στη μετέπειτα αντίσταση τους απέναντι στους κατακτητές, συνέβαλλαν με το δικό τους τρόπο στην απελευθέρωση.
Μια Ευβοιώτισσα, η οποία δεν δίστασε να μετατρέψει το σπίτι της σε αρχηγείο της αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα», δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την αντίθεση της απέναντι στους κατακτητές.
Η Λέλα (Ελένη) Καραγιάννη γεννήθηκε το 1898 στο χωριό Λίμνη της Εύβοιας αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό Γεώργιο Καραγιάννη, με τον οποίο απέκτησαν επτά παιδιά.
Κατά την Γερμανική κατοχή, έγινε μέλος της αντίστασης, μετατρέποντας το σπίτι της σε αρχηγείο της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Την οργάνωση δημιούργησε και χρηματοδότησε η ίδια, το 1941. Στόχος της οργάνωσης ήταν η φυγάδευση Βρετανών στρατιωτών στο Κάιρο αλλά και δολιοφθορές κατά του εχθρού.
Τον Ιούλιο το 1944, η Λέλα Καραγιάννη συνελήφθη από την Γκεστάπο μαζί με πέντε από τα παιδιά της, βασανίστηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και ύστερα από λίγο διάστημα εκτελέστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στο παρακείμενο άλσος Χαϊδαρίου μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, περίπου ένα μήνα πριν από την Απελευθέρωση.
Μετά θάνατον της απενεμήθη το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας από την Ακαδημία Αθηνών και ο τιμητικός τίτλος “Δίκαιη των Εθνών” από το Γιαντ Βασσέμ, το Ίδρυμα για την Μνήμη των Μαρτύρων και των Ηρώων του Ολοκαυτώματος.
Η Λέλα Καραγιάννη, αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης, αρχηγός της αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα», έπεσε στα χέρια της Γκεστάπο τον Ιούλιο του ’44. Μαζί της πιάστηκαν από τους Γερμανούς και τα πέντε από τα επτά παιδιά της. Τα μεγαλύτερα ήταν μαζί της στην οργάνωση, όπως και ο φαρμακοποιός συζυγός της Νικόλαος.
Η οργάνωση στην αρχή της δράσης της αποτελούνταν «απ’ τα μέλη της οικογένειάς μας και μερικούς φίλους μας πατριώτες», αφηγείται ο γιος της Λέλας Καραγιάννη Βύρων, σε ένα άρθρο του το 2001 για την προσφορά της μητέρας του. Οπως λέει, τον πρώτο καιρό, πηγαίνοντας «ψαχουλευτά», μην έχοντας συγκεκριμένα σχέδια, «ασχολήθηκε με την περίθαλψη και φυγάδευση των συμμάχων μας, με αυτούς που δεν τα κατάφεραν να φύγουν μαζί με το εκστρατευτικό σώμα και είχαν εγκλωβισθεί στην Ελλάδα».
Μετά η Λέλα Καραγιάννη «βρήκε μονοπάτια, που οδηγούσαν στην κατασκοπεία και στις δολιοφθορές. Βρήκε τον τρόπο να κατασκοπεύει τις κυριότερες υπηρεσίες του εχθρού. Oργάνωσε πιο καλά τα σχέδιά της, και χρειαζόταν ικανά στελέχη για να την βοηθήσουν. Μάζεψε γύρω της και άλλους ένθερμους πατριώτες. Έτσι η ομάδα της πλουτίσθηκε με πολλά δυναμικά στελέχη», θυμάται ο Βύρων Καραγιάννης στο κείμενό του.
Μετά τη σύλληψή της από την Γκεστάπο η Λέλα Καραγιάννη βασανίστηκε άγρια στα μπουντρούμια των Ες-Ες στην οδό Μέρλιν, χωρίς ποτέ να υποκύψει και να μιλήσει, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου και τελικά εκτελέστηκε από τους κατακτητές, μαζί με άλλους 27 αγωνιστές της Αντίστασης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 στο Αλσος Χαϊδαρίου, λίγο πριν από την απελευθέρωση.
Το σπίτι της, η διώροφη μονοκατοικία στη συμβολή των οδών Λέλας Καραγιάννη αριθ. 1 και Σταυροπούλου, κοντά στην Πλατεία Αμερικής, που ήταν ταυτοχρόνως και το αρχηγείο της οργάνωσης που έστησε, ανήκει σήμερα στο Δήμο Αθηναίων. Χρονολογείται από το 1923 και το 1995 κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Βρίσκεται λίγα τετράγωνα πιό κάτω από το άλλο εμβληματικό – για άλλους λόγους – κτίριο της περιοχής, το κληροδότημα στον αριθμό 37, όπου από το 1988 λειτουργούσε η κατάληψη «ΛΚ 37», η οποία πήρε το όνομά της από την οδό και τον αριθμό, όπου βρισκόταν.
limnievias.gr