Τα κάλαντα είναι, ίσως, μια από τις πιο γλυκές αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων γιατί εκτός του γεγονότος ότι αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι των εορτών των Χριστουγέννων είναι το έθιμο που αφορά, όσο κανένα άλλο, τα παιδιά.
Γιατί όπως και να το κάνουμε Χριστούγεννα χωρίς κάλαντα δεν γίνονται.
Ο ενθουσιασμός της προηγούμενης νύχτας, που εσύ και η εκλεκτή παρέα σου, γιατί ναι φίλους μπορεί να είχες πολλούς αλλά για κάλαντα πήγαινες μόνο με τους κολλητούς, καταστρώνατε στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της επιχείρησης “κάλαντα”. Ναι στρατηγικό σχέδιο, μιας και κανονίζατε από την προηγουμένη ή τις προηγούμενες μέρες την ώρα της μεγάλης συνάντησης, τη διαδρομή, τα στενά τα σπίτια κλπ, όλα αυτά γιατί θυμόσασταν από την προηγούμενη φορά ποιοι σας έδωσαν το πιο γερό “χαρτζιλίκι” και ποιοι ήταν ψιλικατζήδες.
Η αλήθεια είναι ότι τα κάλαντα τα περίμενες με ανυπομονησία για δυο λόγους, ο πρώτος είχε να κάνει με τον χαβαλέ που θα κάνατε με τους φίλους, έχοντας πάρει σβάρνα τα στενά της περιοχής, φορώντας τόσα πολλά ρούχα κάτω από το μπουφάν, που δεν μπορούσατε να κουνηθείτε. Και ο δεύτερος λόγος είναι το χαρτζιλίκι που είχες βάλει στόχο να μαζέψεις, για να αγοράσεις εκείνο το ηλεκτρονικό παιχνίδι που ζητούσες για καιρό ή εκείνο το CD player ή οτιδήποτε είχες βάλει στο μάτι. Αυτή ήταν η ευκαιρία να το αποκτήσεις με τα δικά σου χρήματα. Τα χρήματα από τα κάλαντα ήταν ιερά, καθώς τα έβγαζες με τον “ιδρώτα” σου και δεν σήκωνες κουβέντα για το πως θα τα ξοδέψεις.
Οι λαογράφοι κάνουν λόγο για εθιμικά τραγούδια του λαού που ψάλλονται από μικρά παιδιά και από ώριμους άνδρες τα Χριστούγεννα, τη Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια. Οι καλαντιστές τριγυρνούν είτε κατά μόνας είτε σε ομάδες και επισκέπτονται οικίες, καταστήματα, δημόσιους χώρους κλπ με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων.
Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστική είναι η γλώσσα στην οποία ψάλλονται, που είναι καθαρεύουσα, αποδεικνύοντας την άμεση σύνδεσή του με τους Βυζαντινούς χρόνους και τις Καλένδες του Ιανουαρίου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Οι στοίχοι από τα τραγούδια των καλάντων εξιστορούν μυθοποιημένα τα ιστορικά γεγονότα, αναφέρονται σε μια σειρά εθίμων και δοξασιών του λαού, όπως τα περί καλικάτζαρων και άλλα. Οι καλαντιστές με αυτό τον τρόπο εύχονται υγεία, χαρά, καλή σοδειά, και το σπίτι να ΄ναι στέρεο και γερό, για να στεγάζει την ευτυχία και την προκοπή όσων το κατοικούν.
Τα κάλαντα είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται ακόμη ακέραιο και ανθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα, αστική και επαρχιακή. Σε αντίθεση με άλλα έθιμα, τοπικά ή γενικότερου χαρακτήρα που απειλούνται με εξαφάνιση. Συναντώνται μάλιστα σε ολόκληρη την Ελλάδα, ηπειρωτική και νησιωτική, σε αμέτρητες παραλλαγές και αντιστοιχούν στον τοπικό κάθε περιοχής χαρακτήρα.
Παρόλα, αυτά ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά κατά περιοχή. Αξίζει να σημειωθεί πως στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον Ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στα ελληνικά και χρησιμοποιούνται κάποιες φορές επιπρόσθετα με τα παραδοσιακά.
Ενώ, η ημέρα που ψάλλονται τα κάλαντα σε ορισμένες περιοχές ονομάζονται “Κάλαντα” (Κόλιντα, Κόλεντας, Κόλιαντας) με εξαίρεση τη Μήλο που ψέλνονταν μόνο τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συντασσόμενα κάθε φορά νέα κάλαντα, με τα οποία όμως ζητούσαν οικονομική συνδρομή για κάποιο κοινωνικό σκοπό, όπως για παράδειγμα η ανέγερση ή η επιδιόρθωση ναού. Με τα κάλαντα παρομοιάζονται και οι σχετικές “μαντινάδες” της Κρήτης ή “κοτσάκια” της Νάξου.
Σημαντικό είναι το γεγονός πως όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές τότε τα παιδιά συνέχιζαν με πολύ δυνατή φωνή έξω από την οικία λέγοντας:
- “Αφέντη μου στη κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες, άλλες γεννούν,
- άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!”
- Τα κάλαντα στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο
Τα κάλαντα φέρουν το όνομα από τις καλένδες του Ιανουαρίου της Ρωμαϊκής εποχής, δηλαδή τη πρωτοχρονιά. Από τον 2ο π.Χ. αιώνα η πρωτοχρονιά ξεκίνησε να γιορτάζεται τον Ιανουάριο, ενώ μέχρι τότε γιορταζόταν Μάρτιο. Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι προέρχονται από το γνωστό έθιμο των αρχαίων Ελλήνων της Ειρεσιώνης.
Αργότερα, στο Βυζάντιο, τα κάλαντα διατηρήθηκαν ως έθιμο και αφομοιώθηκαν από τον Χριστιανισμό. Επειδή, όμως κατά τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια η εκκλησία προσπαθούσε να περιορίσει και εκτοπίσει όλες τις μεγάλες γιορτές, θέλοντας να απαγορεύσει τις ειδωλολατρικές τελετές και γιορτές της Πρωτοχρονιάς, μετέβαλλε σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα των καλάντων. Έτσι, τα κάλαντα απέκτησαν μιαν επίφαση χριστιανική, την οποίαν διατηρούν μέχρι και σήμερα. Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα αποτελούν μια δοξασία στη θεία γέννηση του Χριστού, η οποία εξιστορείται από τους του στοίχους τους.
“Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
- Εκείνο που έμεινε αμετάβλητο από την αρχαιότητα, όσον αφορά το έθιμο, είναι το φιλοδώρημα. Σήμερα είναι χρηματικό ποσό κυρίως. Παλαιότερα όμως, ή και τώρα ακόμη στην επαρχία, η νοικοκυρά κέρναγε φαγώσιμα τους καλαντιστές. Γλυκά, πίτες, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια. Στην πραγματικότητα τα κάλαντα ως έθιμο είναι παλαιότερα κι από την ονομασία τους ακόμη.
- Στο παρελθόν οι καλαντιστές κρατούσαν χάρτινο ομοίωμα καραβιού σε συσχετισμό με το πλοίο των Ανθεστηρίων της αρχαιότητας. Υπενθυμίζεται πως το καράβι είναι το Ελληνικό παραδοσιακό στόλισμα, μιας και το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δένδρου με τη φάτνη αποτελεί ξενόφερτη συνήθεια στην Ελλάδα. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο προέρχεται από τις καθολικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
- Το καράβι κατά την αρχαιότητα συμβόλιζε τον ερχομό του Διονύσου που ήταν εκτός των άλλων και Θεός της βλάστησης. Με τον συγκεκριμένο συμβολισμό γινόταν επίκληση στον Διόνυσο για βλάστηση της γης, για καρποφορία και καλή σοδειά προς όφελος των καλλιεργητών.
Τα παράξενα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς
Οι στίχοι στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς είναι τουλάχιστον παράξενοι, καθώς δεν μοιάζουν να έχουν ιδιαίτερη σύνδεση με τη γιορτή, μιας το μόνο στοιχείο είναι ο Άγιος Βασίλης. Αναζητώντας λοιπόν, τι ακριβώς συμβαίνει με τους στίχους του τραγουδιού, που αποτελούσαν ένα συνεχές σαρδάμ όταν τα ψέλναμε παιδιά, βρήκαμε την ιστορία και το θρύλο πίσω από αυτούς. Σύμφωνα με το θρύλο, που ταξιδεύσει μέχρι το Μεσαίωνα πρόκειται για μια ιστορία αγάπης.
Κατά το μεσαίωνα οι άνθρωποι των χαμηλών στρωμάτων, δεν είχαν δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες. Οι μόνες μέρες που δικαιούνταν ήταν στις γιορτές. Εκεί τους τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια.
Έτσι, στους στίχους του τραγουδιού το παλληκάρι, μέσω του τραγουδιού, την αποκαλεί ψηλή δενδρολιβανιά, επειδή φορούσε τα ψηλά κωνικά καπέλα της εποχής. Την παρομοιάζει με τον θόλο της εκκλησίας, τόσο ψηλή. Διερωτάται, γιατί δεν τον καταδέχεται. Την θεωρεί φτιαγμένη από ζάχαρη.
Οι στίχοι του τραγουδιού, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, είναι παραλλαγμένο, με αποτέλεσμα η ιστορία πίσω από το τραγούδι να έχει χαθεί, δίνοντας τη μεγαλύτερη έμφαση στον Άγιο Βασίλη, αγνοώντας το νόημα των υπόλοιπων στίχων.
“Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά ψηλή μου δεντρολιβανιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ” άγιο θόλο
Άγιος Βασίλης έρχεται και δε μας καταδέχεται
από την Καισαρεία συ σ” αρχόντισσα κυρία
Βαστάει πένα και χαρτί Ζαχαροκάντυο ζυμωτή