Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας γι αυτό και ονομάστηκε Ναζιανζηνός. Όπως και ο Άγιος Βασίλειος καταγόταν από παλιά και πλούσια οικογένεια του τόπου του. Οι ευσεβείς γονείς του, η Νόννα και ο επίσκοπος Γρηγόριος του έδωσαν χριστιανική ανατροφή.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη Ναζιανζό και κατόπιν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Εκεί γνωρίστηκε με το Βασίλειο, που είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία και συνδέθηκαν με αδελφική φιλία και εκτίμηση που έμεινε ζωντανή και δυνατή σε όλη τους τη ζωή.
Ο Γρηγόριος συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε και στην Αθήνα μαζί με το φίλο του Βασίλειο.
Μετά τις τόσο λαμπρές σπουδές του γύρισε στην Ναζιανζό. Τότε, καθώς φαίνεται, δέχτηκε το άγιο Βάπτισμα. Κατόπιν μόνασε, για ένα διάστημα στον Πόντο μαζί με το Βασίλειο.
Αργότερα ο Γρηγόριος ήρθε κοντά στο γέροντα πατέρα του και τον βοηθούσε στα ποιμαντικά του έργα. Με απαίτηση όμως των Χριστιανών και χωρίς να το θέλει ο ίδιος, καθώς θεωρούσε πολύ μεγάλο το αξίωμα της ιεροσύνης, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Ύστερα από μερικά χρόνια, μπροστά στην επιμονή του φίλου του και αρχιεπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου, δέχτηκε και χειροτονήθηκε από τον ίδιο, επίσκοπος της κωμόπολης των Σασίμων.
Εκείνο που ανέδειξε το Γρηγόριο μεγάλο δάσκαλο και ποιμένα της εκκλησίας ήταν η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, που πέρναγε δύσκολες μέρες, από τον κίνδυνο των Αρειανών.
Στην Κωνσταντινούπολη, μόνο ένας μικρός ναός είχε απομείνει στους ορθοδόξους, που τον ονόμαζαν συμβολικά Αγία Αναστασία, ελπίζοντας πως εκεί θα αναστηθεί ξανά η Ορθοδοξία.
Σ’ αυτόν το ναό ο Γρηγόριος εκφώνησε τους περίφημους πέντε λόγους για τη θεότητα του «Υιού και Λόγου» του Θεού, με θαυμαστά αποτελέσματα.
Γι αυτή τη σοφία και ευλάβεια στα θεία, δίκαια η εκκλησία μας τον ονόμασε «Θεολόγο», πρώτον αυτόν ύστερα από τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή.
Σε λίγο στέφτηκε αυτοκράτορας ο Μέγας Θεοδόσιος καθιερώνοντας με διάταγμα την Ορθοδοξία.
Τότε αναδείχτηκε ο Γρηγόριος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Πρόεδρος της Β’ Οικουμενικής Συνόδου. Από αυτή τη θέση, το 381, μαζί με άλλους άρχοντες της Εκκλησίας στερέωσαν την Πίστη και την Ορθοδοξία συμπληρώνοντας το Σύμβολο της Πίστεως που άρχισε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος.
Για να εξασφαλίσει όμως την ειρήνη της Εκκλησίας, με μια ηρωική πράξη, παραιτήθηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου και επέστρεψε στον τόπο του όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με προσευχή, διάβασμα και συγγραφή βιβλίων. Πέθανε το 390 μ.Χ.
Ο Γρηγόριος διακρίθηκε για τον αγνό του χαρακτήρα και τις πολλές αρετές καθώς και για το τεράστιο συγγραφικό του έργο, που περιλαμβάνει λόγους, επιστολές και ποιήματα. Η Εκκλησία μας τον κατέταξε ανάμεσα στους αγίους της και τον τιμά ξεχωριστά στις 25 Ιανουαρίου καθώς και στις 30 του ίδιου μήνα, γιορτή των Τριών Ιεραρχών.