Οι πρώτες φλόγες ξεπήδησαν στο εσωτερικό της Μονής και καίνε ένα από τα παλαιότερα κτίρια – Το μοναστήρι έχει εκκενωθεί
Θλιβερές είναι οι εικόνες από την ιστορική μονή του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία, η οποία έχει παραδοθεί στις φλόγες. Πιο συγκεκριμένα η πυρκαγιά στο πέρασμά της έκαψε ολοσχερώς τον περίβολο του ιστορικού μοναστηριού.
Οι πρώτες φλόγες ξεπήδησαν στο εσωτερικό της Μονής και καίνε ένα από τα παλαιότερα κτίρια, όπου σύμφωνα με πληροφορίες μέσα σε αυτά κατά το παρελθόν φιλοξενούνταν παλιές εικόνες. Ευτυχώς, έγκαιρα το μοναστήρι εκκενώθηκε από επισκέπτες και μοναχούς. Παράλληλα τη δική του μάχη δίνει ο Μητροπολίτης Θηβών Λεβαδείας και Αυλίδος Γεώργιος που παλεύει με τις φλόγες κλαίγοντας. Σημειώνεται ότι το μοναστήρι προστατεύεται από την UNESCO ενώ στο σημείο βρίσκεται και η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.
Η ιστορία της Μονής Οσίου Λουκά
Χτισμένο στις δυτικές πλαγιές του Ελικώνα κοντά στην αρχαία Στείριδα, το μοναστήρι του Οσίου Λουκά αποτελεί το σημαντικότερο ίσως μνημείο της μεσοβυζαντινής εποχής στον ελλαδικό χώρο. Στη διάρκεια των δέκα περίπου αιώνων από την ίδρυσή του, έπαιξε πρωταγωνιστικο ρολο στις ιστορικές περιπέτειες του τόπου, κερδίζοντας την εύνοια αυτοκρατόρων και αξιωματούχων στα βυζαντινά χρόνια.
Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας περιήλθε στην κατοχή τάγματος καθολικών μοναχών και γνώρισε την καταστρεπτική μανία και λεηλασία των κατακτητών, Καταλανών και Τούρκων. Στον αγώνα του 1821 αποτέλεσε το ορμητήριο αρματολών και κλεφτών.
Το συγκρότημα του μοναστηριού, όπως σώζεται σήμερα, αποτελείται απά το σύμπλεγμα δύο ναών που πλαισιώνονται απά κελλιά και βοηθητικά κτίσματα. Προστατεύεται από περίβολο με γωνιακούς πύργους. Ο ναός της Παναγίας είναι ο παλαιάτερος. Φαίνεται πολύ πιθανά να χτίστηκε με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ (959-963) αμέσως μετά το μεγάλο ιστορικά γεγονός που είχε προφητέψει ο όσιος Λουκάς, δηλαδή την ανακατάληψη απά τους Βυζαντινούς της υπόδουλης στους Άραβες Κρήτης, το 961.
Ο αρχιτεκτονικός του τύπος, πρωτοποριακός για τον ελλαδικά χώρο, είναι ο σύνθετος τετρακιόνιος, που γνώρισε μεγάλη διάδοση στην Κωνσταντινούπολη. Η εξέταση άλλων λεπτομερειών, όπως η έξοχη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία με τις ψευδοκουφικές διακοσμήσεις και η αφθονία και η υψηλή ποιότητα του γλυπτού διακάσμου, που δεν περιορίζεται μόνο στο εσωτερικό αλλά και στην εξωτερική επένδυση του τυμπάνου του τρούλου, φανερώνει τις τεράστιες δαπάνες που απαιτήθηκαν, αλλά και τη μετάκληση συνεργείων από την Πρωτεύουσα. Έργο Κωνσταντινουπολίτη ζωγράφου δηλώνει και η γεμάτη σφρίγος μορφή του Ιησού του Ναυή, η μόνη που απέμεινε από τον αρχικό τοιχογραφικό διάκοσμο του μνημείου.
Η παράσταση ήταν ορατή στο δυτικό εξωτερικά τοίχο του ναού της Παναγίας, μέχρι που χτίστηκε ο δεύτερος ναός και η πλευρά αυτή ενσωματώθηκε στη βορειοανατολική γωνία του.
Ο ναός του Οσίου Λουκά χτίστηκε στο πρώτο μισό του 11 ου αι. Ως δωρητές φέρονται ο ηγούμενος Φιλόθεος ή ο Θεόδωρος Λεωβάχος, που ανήκαν σε επιφανείς οικογένειες γαιοκτημόνων και κρατικών αξιωματούχων της Θήβας, ή ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος. Ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος εφαρμόζεται εδώ, ο οκταγωνικός, με κύριο χαρακτηριστικά τον τεράστιο τρούλο, που ο τρόπος στήριξής του, με τη βοήθεια των ημιχωνίων, αφήνει ενιαίο και αδιάσπαστο τον κεντρικό χώρο. Η σοφία στη σύνθεση, η τελειότητα στην εκτέλεση και ο πλούτος, μαζί με την ποιότητα και τις τοιχογραφίες, κάνουν το μνημείο αυτό ένα απά τα σημαντικότερα της εποχής του.
Στην ψηφιδωτή διακόσμηση κυριαρχούν μορφές αγίων- μοναχών, ιεραρχών και στρατιωτικών. Κύριο χαρακτηριστικά είναι η χρήση του περιγράμματος στην απόδοση των μορφών με τον έντονα στατικό χαρακτήρα και τα ορθάνοιχτα εκστατικά μάτια. Το ίδιο ιερατικό ύφος ακολουθούν και οι τοιχογραφίες στα πλευρικά διαμερίσματα του ναού και στην κρύπτη.
Η τράπεζα, αναστηλωμένη σήμερα, λειτουργεί από το 1993 ως μουσείο γλυπτών, όπου εκτίθενται εξαιρετικής ποιότητας μαρμάρινα μέλη απά κτίσματα του μοναστηριού και της ευρύτερης περιοχής. Στο βορδοναρείο (σταύλος), επίσης αναστηλωμένο, εκτίθενται αποτοιχισμένες τοιχογραφίες του 18ου αι., προερχόμενες από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Μεδεώνος στην περιοχή της Αντίκυρας.
Απά το 1990 το μνημείο είναι εγγεγραμμένο στον Παγκόσμιο Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. (IAEG C16 – UNESCO World Heritage – Greece)
Κατά την επανάσταση του Ελληνικού γένους το 1821 ήταν το ορμητήριο των οπλαρχηγών και των αγωνιστών της Βοιωτίας, της Λοκρίδας και της Φωκίδας. Ο ηρωικός επίσκοπος των Σαλώνων Ησαίας ύψωσε εκεί τη σημαία της Επανάστασης στη Ρούμελη, στις 26 Μαρτίου 1821 μαζί με τους μοναχούς και πολλούς αγωνιστές, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Πανουργιά, το Δυοβουνιώτη, το Σκαλτσά, τον Τράκκα και άλλους.
Πηγή: Πρώτο Θέμα