Γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 30 Σεπτεμβρίου του 1899 . Στη αρχή της καριέρας του, ευδοκίμησε ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας, μετά την παρακμή της όμως μεταπήδησε στην επιθεώρηση. Διαθέτοντας μια θαυμάσια φωνή, έπλασε τον τύπο του μεθύστακα που στα νούμερά του κατέληγε να τραγουδάει καντάδες. Ο τύπος του μεθύστακα, του λαϊκού ανθρώπου που πίνει για να ξεχνά τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου, προϋπήρχε ως παράδοση στο είδος αλλά ο Μακρής του έδωσε βάθος και κοινωνική καταγωγή.
Ο πατέρας του ήταν νηματουργός. Ο Ορέστης Μακρής εγκαταστάθηκε νεαρός στην Αθήνα και καθώς διέθετε μια πολύ ωραία φωνή, τενόρου, γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, σπούδασε φωνητική μουσική και πρωτοτραγούδησε στην χορωδία Οικονομίδη στην γενέτειρά του. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική ενασχόληση του το 1921 στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, όπου βρέθηκε υπηρετώντας τη στρατιωτική του θητεία, ως οπλίτης της 11ης Μεραρχίας, και τραγούδησε για πρώτη φορά μπροστά σε ακροατήριο, που το αποτελούσαν συνάδελφοί του. Η πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή, σαν λυρικός τραγουδιστής, έγινε το 1925 στο θίασο οπερέτας της Ροζαλίας Νίκα στην οπερέτα «Τρεις αγάπες» του Λέχαρ και συνέχισε στο θίασο του «Παπαϊωάννου».
Το 1926 πήρε μέρος σε παραστάσεις του θεάτρου «Λούνα Παρκ», κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με την Αλίκη Βεργοπούλου, το Μίμη Κοκκίνη και το Δημήτρη Βενιέρη. Το καλοκαίρι του 1929 συμμετείχε σε θίασο που πραγματοποίησε περιοδεία στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μαζί με τους Αιμίλιο Βεάκη, Αλίκη και Κώστα Μουσούρη, Χριστόφορο Νέζερ και άλλους, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά «μεθυσμένος» στη σκηνή.
Το 1931 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία «Ο μάγος της Αθήνας» του Αχιλλέα Μαδρά, ενώ το 1932 μεταπήδησε στο θέατρο πρόζας όπου εξελίχθηκε και διέπρεψε σαν ηθοποιός μεγάλης ερμηνευτικής γκάμας, ένας απ’ τους σπουδαιότερους ρολίστες» του εικοστού αιώνα, καθιερώνοντας το ρόλο του «Μεθύστακα» το 1932 στην επιθεώρηση «Ο Παπαγάλος». Το 1941 συμμετείχε σε θίασο με τον Κυριάκο Μαυρέα, το 1943 με τον Μάνο Φιλιππίδη και τις αδελφές Καλουτά, ενώ το 1946 συμμετείχε στο θίασο των Πέντε άσσων, μαζί με τους Σοφία Βέμπο, Κυριάκο Μαυρέα, Μίμη Κοκκίνη, Μάνο Φιλιππίδη και Βασίλη Αυλωνίτη, όμως στη συνέχεια σχημάτισε προσωπικό θίασο και περιόδευσε σε ολόκληρο την Ελλάδα. Στην ταινία «Το νησί της σιωπής» της Λίλας Κουρκουλάκου που γυρίστηκε το 1958, πρωταγωνιστούσε στο ρόλο ενός δασκάλου ο οποίος βοηθά τον γιατρό που φροντίζει χανσενικούς στη Σπιναλόγκα.
Η ταινία συμμετείχε τον ίδιο χρόνο στο φεστιβάλ της Βενετίας και αποτέλεσε την αφορμή να κλείσει η Σπιναλόγκα. Η αμεσότητα που είχε να «μπαίνει» στο πετσί του δραματικού στοιχείου με την ίδια ευκολία που έμπαινε και στην κωμωδία, ήταν ανεπανάληπτη. Εξ αυτού και η ικανότητά του να ερμηνεύει, πάντα με την ίδια επιτυχία, διάφορους λαϊκούς και καθημερινούς τύπους της κοινωνίας. Το 1955 πρωταγωνίστησε, ενσαρκώνοντας με εξαιρετική πειθώ, στο ρόλο ενός ανάλγητου ιδιοκτήτη και αργότερα έγινε στόχος επεισοδίου σε κεντρικό δρόμο των Αθηνών από πολίτες που τον θεωρούσαν ως πραγματικό ιδιοκτήτη.
Συμμετείχε σε τριάντα πέντε κινηματογραφικές ταινίες, ενώ ήταν μοναδική στα χρονικά του θεάτρου το 1932 κι αργότερα και του κινηματογράφου το 1950, η ερμηνεία του στον γνωστό τύπο του «Μεθύστακα», στην ομώνυμη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, η οποία αποτέλεσε σταθμό στην καριέρα του και τον καθιέρωσε σε ηθοποιό πρώτου μεγέθους, αν και δεν έπινε ποτέ αλκοόλ, γεγονός που προσδιορίζει το τεράστιο μέγεθος του ταλέντου του.
Ο Ορέστης Μακρής, δεν υπήρξε μόνο ένας ηθοποιός του πεζού λόγου, υπήρξε και ηθοποιός της επιθεωρήσεως, πάντα με την ίδια ευελιξία και ικανότητα. Μέσα από τη σοβαρότητα του ύφους του, ανάβλυζε όλο το κωμικό ταμπεραμέντο που διέθετε. Τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση ήταν το 1968 στη ταινία «Ένα Κορίτσι Αλλιώτικο Από Τα Άλλα» και στη συνέχεια αποσύρθηκε από τη θεατρική και κινηματογραφική σκηνή.
Στις επισκέψεις του στη Χαλκίδα, όπου το Δημοτικό Θέατρο φέρει το όνομα «Ορέστης Μακρής», σύχναζε στην ταβέρνα του Σπύρου Κατσίκη το σημερινό «Κρύσταλ» ή στην ταβέρνα των Αδελφών Βελισσαρίου, το σημερινό «Κλειδί» .
Είχε τιμηθεί με το παράσημο του «Τάγματος του Φοίνικα» ενώ διατέλεσε πρόεδρος του Σωματείου Ηθοποιών Κινηματογράφου καθώς και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, [Σ.Ε.Η.]. Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε βαθιά φτώχεια και πέθανε λίγο μετά την εκπομπή «Αλάτι και Πιπέρι» του Φρέντυ Γερμανού στην οποία ήταν προσκεκλημένος και πρωταγωνιστής.
Ως το θάνατό του έντυσε τον τύπο αυτό με ποικίλματα και τον κωδικοποίησε στον κινηματογράφο στην ταινία του Γ. Τζαβέλλα «Ο μεθύστακας».Τον εμπλούτισε με τα σημαντικά χαρακτηρολογικά μοτίβα του γκρινιάρη, του πικραμένου, του αγανακτισμένου λαϊκού ανθρώπου, που με το κρασί ισορροπεί μέσα στον ανισόρροπο κόσμο μας.
Στον κινηματογράφο διέπλασε και έναν αμέθυστο τύπο αλλά κοινωνικά και ψυχολογικά παράλληλο, το συντηρητικό πατέρα, το φιλάργυρο γρουσούζη και «ανάποδο» γέροντα, που όμως στο βάθος είναι αγαθός και ευαίσθητος και βρίσκει το προσωπείο του γκρινιάρη και του απρόσιτου ως άμυνα για να επιβιώσει.
Οι σημαντικότερες ταινίες του Μακρή είναι «Ο μεθύστακας», «Το αμαξάκι», «Ο γρουσούζης», «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα», «Η θεία από το Σικάγο», «Η κάλπικη λίρα». Ηθοποιός σπάνιου ήθους και υψηλής επαγγελματικής συνείδησης, ο Μακρής σφράγισε με την υποκριτική του λιτότητα την επιθεώρηση και με τη στερεότητα του το σινεμά.
“Έφυγε για το μακρινό ταξίδι¨το 1975 στην Αθήνα. Μάς άφησε όμως την παντοτινή συντροφιά του μέσω των μοναδικών ρόλων του στις Ελληνικές ταινίες. Είναι ο πιο συμπαθής ¨”μεθύστακας” και όπως έλεγαν οι συμπρωταγωνιστές του ήταν αφοσιωμένος οικογενειάρχης. Μόλις τελείωνε τα γυρίσματα επέστρεφε όπως έλεγε στο “απάγκιο” του .
Ήταν κύριος, άριστος ηθοποιός και υπερήφανος ως Χαλκιδέος.