Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 2ου Evia Film Project, η διευθύντρια φωτογραφίας Ολυμπία Μυτιληναίου, η οποία έχει συνεργαστεί με σπουδαίους δημιουργούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό, παρέδωσε masterclass το Σάββατο 24 Ιουνίου, στην Αγία Άννα, με τίτλο «Πώς να βρεις το φως», εξηγώντας στο κοινό όλες τις αθέατες και μαγικές όψεις τους επαγγέλματός της.
Ξεκινώντας το masterclass, η κ. Μυτιληναίου είπε ότι το κομμάτι της επιλογής για το πώς θα είναι η διεύθυνση φωτογραφίας είναι το πιο δημιουργικό. «Η πρώτη ανάγνωση του σεναρίου είναι και η πιο ελεύθερη, δεν έχεις επιρροές από άλλους» ανέφερε, επισημαίνοντας ότι αυτή η πρώτη ανάγνωση
είναι η πιο σημαντική. Στη συνέχεια, μπαίνεις σε περιορισμούς και βρίσκεις τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για την απεικόνιση του σεναρίου. Αυτοί οι περιορισμοί μπορεί να αφορούν την εποχή
(σύγχρονη ταινία, ιστορική κλπ.), ή το είδος του σεναρίου (θρίλερ, κωμωδία, δράμα, μιούζικαλ) και
τον χώρο (έξω, μέσα, επαρχία) και το καστ.
Όταν έχεις όλα αυτά τα στοιχεία, σημείωσε, συναντάς τον σκηνοθέτη Η κ. Μυτιληναίου εξήγησε πως το στοιχείο αυτό είναι πολύ βασικό γιατί αποκτάς τη δυνατότητα να δεις την ταινία μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη. Πρέπει να συνδυάζεις τη δική σου γνώση με τη γνώση του σκηνοθέτη, είπε χαρακτηριστικά, ενώ αναφέρθηκε στη σημασία της επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Μέσα από τη συζήτηση με τον σκηνοθέτη, μπορείς να κάνεις ένα σχεδιάγραμμα για το πώς μπορεί να είναι η φωτογραφία και τι εργαλεία θα χρησιμοποιήσεις. Στη συνέχεια, αρχίζεις την έρευνα για το τι συμβαίνει στο σενάριο. «Ως πηγή έμπνευσης μπορείς να χρησιμοποιήσεις πίνακες ζωγραφικής (για στατική φωτογραφία) και ταινίες. Και αυτός είναι ένας τρόπος για να εμπνευστείς. Στη συνέχεια προσπαθείς να δώσεις μια άλλη μορφή σε αυτό που σε έχει εμπνεύσει»΄, συμπλήρωσε.
Αμέσως μετά, μίλησε για τη διαδικασία να επιλέξεις τι εικόνα θέλεις να βγάλεις: αν θα είναι έγχρωμη,
ασπρόμαυρη, καθαρή. «Πρέπει να επιλέξεις την κάμερα και τους φακούς που θα χρησιμοποιήσεις.
Πρέπει να βρεις τρόπο να καταλάβεις ποιον φακό θα επιλέξεις για το συγκεκριμένο πρότζεκτ»
ανέφερε. Πρόσθεσε ότι το φορμά, δηλαδή το μέγεθος της εικόνας, παίζει ρόλο στη φωτογραφία. Η κ. Μυτιληναίου είπε ότι πλέον έχουμε περάσει από το φιλμ στην ψηφιακή εικόνα. «Για μένα το φιλμ είναι αξεπέραστο, αλλά πολύ ακριβό και χρησιμοποιείται σε μεγάλους προϋπολογισμούς. Στην
ψηφιακή εικόνα, οι κάμερες είναι άπειρες. Καλό είναι να ακολουθεί κανείς την τεχνολογία. Η
ψηφιακή εικόνα είναι ακόμα καινούρια, έχει μεγάλα περιθώρια εξέλιξης. Οι φακοί είναι το Α και το Ω στην εικόνα και μπαίνεις σε μια διαδικασία επιλογής που απαιτεί γνώση» συμπλήρωσε.
Αναφέρθηκε, επίσης, και στο βάθος πεδίου ως ένα εργαλείο στην επιλογή της φωτογραφίας.
«Μπορείς, επίσης, να βάλεις φίλτρα, να επιλέξεις τι χρώμα θες (έντονο, απαλό), σε συνεργασία και με τον production designer που επιλέγει τις χρωματικές παλέτες, τον σκηνογράφο και τον σκηνοθέτη. Σιγά σιγά επιλέγεις τι χρειάζεσαι για να χτίσεις την εικόνα που θέλεις και που απαιτείται από το σενάριο και θέλει και ο σκηνοθέτης.
Όλες αυτές τις επιλογές έχουν και μια απήχηση στο budget. Ο προϋπολογισμός δεν είναι άπειρος και κάθε ταινία έχει το δικό της προϋπολογισμό για τη
φωτογραφία. Δεν είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες» τόνισε. Προέτρεψε τις φοιτήτριες και τους φοιτητές του Τμήματος Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του ΕΚΠΑ να αφήσουν τους εαυτούς τους ελεύθερους να είναι δημιουργικοί, καθώς το σινεμά είναι δημιουργία και συνεργασία.
Συνοψίζοντας τι είναι η διεύθυνση φωτογραφίας, ανέφερε πως είναι ο φωτισμός, το κάδρο, η
κίνηση, το φορμά, το χρώμα, η κάμερα, τα μακενιστικά και είπε ότι ένας διευθυντής φωτογραφίας
έρχεται αντιμέτωπος με όλα αυτά πριν βρει πώς θα είναι η ταινία που θέλει να κάνει.
Όσο για το πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, εξήγησε ότι πήγε στη Σχολή
Σταυράκου και την κέρδισε η φωτογραφία. Πρόσθεσε ότι η φωτογραφία είναι μια δύσκολη δουλειά που στο τέλος σε ανταμείβει και αναφέρθηκε στη δουλειά που έκανε για ταινίες όπως η Στρέλλα, το Dodo και το Miss Violence.
Αναφερόμενη στο φυσικό φως, είπε ότι πιστεύει περισσότερο στη χρήση του φυσικού φωτός και όχι
στις έντονες παρεμβάσεις σε κάτι που είναι φυσικό και τόνισε ότι εάν κάποιος μάθει να δουλεύει τοφυσικό φως, μαθαίνει να δουλεύει και με το τεχνητό φως. Σε ερώτηση για το πώς μπορείς να
ελέγξεις το φυσικό φως, η κ. Μυτιληναίου είπε ότι δεν χρειάζεται να το ελέγξεις και πρόσθεσε ότι κάθε διευθυντής φωτογραφίας έχει κάποια όπλα και εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να
πετύχει το αποτέλεσμα που θέλει. «Η φωτογραφία έχει πολύ παιχνίδι, όρεξη να έχεις να
ασχολείσαι» τόνισε.
Ερωτηθείσα εάν κρατάει πλέον κάμερα, απάντησε ότι αυτό εξαρτάται από το πρότζεκτ. Ανέφερε ότι στο Dodo του Πάνου Χ. Κούτρα είχε οπερατέρ, τον Λεωνίδα Αρβανίτη. «Τώρα πια δεν κάνω πολύ κάμερα και μου έχει λείψει. Δεν μου αρέσει να κάνω κάμερα στο χέρι, είναι εξαντλητικό για τον
διευθυντή φωτογραφίας, καθώς έχει τόσα πράγματα να διαχειριστεί και η κάμερα στο χέρι θέλει
χρόνο. Πρέπει να έχεις χρόνο στο γύρισμα για να τα κάνεις όλα μαζί» είπε, σημειώνοντας ότι εάν μπορείς να έχεις οπερατέρ, είναι καλύτερα να έχεις οπερατέρ.
Σε ερώτηση για το κατά πόσο η τελική εικόνα εξαρτάται από το δικό της προσωπικό στυλ και πόσο επηρεάζει ο σκηνοθέτης και το σενάριο, απάντησε: «Εσύ βλέπεις, εάν κάτι σου αρέσει ή όχι. Εάν δεν σου αρέσει το λες στον σκηνοθέτη. Αν ο σκηνοθέτης είναι συνεργάτης, καταλαβαίνει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Όλα είναι ζήτημα συνεργασίας».
Αναφέρθηκε εκτενώς και στο θέμα της ισότητας στον κινηματογράφο, τονίζοντας ότι ο χώρος του
σινεμά είναι πολύ δύσκολος για τις γυναίκες επαγγελματίες και τόνισε τόσο τη σημασία της
εκπαίδευσης όσο και την ανάγκη να υπάρξουν συγκεκριμένα προγράμματα που βοηθούν τις
γυναίκες δημιουργούς στο σινεμά. Είπε ότι μόλις το 3% των διευθυντών φωτογραφίας παγκοσμίως
είναι γυναίκες και ότι στην Ελλάδα μόνο τρεις γυναίκες εργάζονται ως διευθύντριες φωτογραφίας.
«Δυστυχώς τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν, χωρίς να χρειαστεί να παλέψουν οι γυναίκες
για τα δικαιώματά τους». Αφηγήθηκε επίσης πως όταν ξεκίνησε τη φωτογραφία, υπήρξαν άνθρωποι
που προσπάθησαν να την αποθαρρύνουν από το να ασχοληθεί με αυτή τη δουλειά λόγω του φύλου
της και αναφέρθηκε στο πόσο σημαντικό είναι να υπάρξουν μέτρα στήριξης για τις μητέρες
διευθύντριες φωτογραφίας. Πρόσθεσε ότι παρ’ όλο που έχει κάνει αρκετές σπουδαίες δουλειές, δεν
έχει αλλάξει η συμπεριφορά απέναντί της, καθώς η κοινωνία δεν έχει αλλάξει. «Αν δεν αλλάξει η κοινωνία, δεν πρόκειται να αλλάξει η θέση μας στον κινηματογράφο» συμπλήρωσε. Κλείνοντας,
εξέφρασε την ελπίδα να μπορέσουν τα πράγματα να αλλάξουν πιο γρήγορα στο μέλλον.
Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ
Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας
περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο
για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου
Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας,
και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον
Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού και τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών
Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.