Χριστιανισμός: Το Σχίσμα Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας το 1054- Τα δύο άγνωστα Σχίσματα- Οι προσπάθειες επανένωσης των Εκκλησιών
Κοινοποίησε:
Κοινοποίησε:
Μάνος Κουμέλης
Η εκδημία του Πάπα Φραγκίσκου τη Δευτέρα του Πάσχα, 21 Απριλίου 2025, σε ηλικία 88 ετών και η ταφή του, σήμερα Σάββατο 26 Απριλίου 2025, απασχολούν όχι μόνο τους Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά και όλους τους Χριστιανούς και ευρύτερα την παγκόσμια κοινή γνώμη. Ο Φραγκίσκος, ο «πάπας των φτωχών» ήταν από τους σημαντικότερους ποντίφικες των τελευταίων δεκαετιών, με πλούσιο έργο.
Στη διάρκεια της παραμονής του στον παπικό θρόνο είχε συναντήσεις και με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, ενώ φαίνεται ότι υπήρξαν και προχωρημένες συζητήσεις για την επανένωση των δύο Εκκλησιών (Ανατολικής και Δυτικής) καθώς από το 1054 και το λεγόμενο «οριστικό Σχίσμα», παρά τις όποιες προσπάθειες έγιναν, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί έχουν διασπαστεί. Και αν το Σχίσμα του 1054 είναι σχετικά γνωστό, προηγήθηκαν δύο λιγότερο γνωστά το Φωτίειον (ή Φώτειο) και το Ακακιανό που είχαν όμως σύντομη χρονική διάρκεια και οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών αποκαταστάθηκαν λίγα χρόνια αργότερα.
Λατίνοι ασχημονούν στην Αγία Σοφία το 1204
Τι είναι το Σχίσμα; – Οι διαφορές των δύο Εκκλησιών Ο όρος Σχίσμα (αγγλ. Schism, γαλλ. Schisme, γερμαν. Schisma ή Schisma Kirchliche, Σχίσμα των Εκκλησιών) δηλώνει τη διάσπαση της ενότητας της Χριστιανικής Εκκλησίας. Κατά τους πρώτους αιώνες, ο όρος αυτός δήλωνε τις ομάδες που είχαν αποσχιστεί από τη Χριστιανική Εκκλησία και είχαν ιδρύσει άλλες, ανταγωνιστικές προς αυτή, διαφωνώντας όμως σε δευτερεύοντα ζητήματα και όχι σε θέματα ορθής πίστης.
Ο αυτοκράτος του Βυζαντίου, Ζήνων
Σταδιακά, άρχισαν να παρουσιάζονται διαφορές ανάμεσα στους Χριστιανούς της Δύσης και της Ανατολής, τόσο σε θέματα εκκλησιαστικής διοίκησης, ερμηνείας της Ιεράς Παράδοσης και, κυρίως, ως προς τον τρόπο τέλεσης της θείας λατρείας. Έτσι, ενώ στην Ανατολική Εκκλησία η δομή της διοίκησης αναπτύχθηκε δημοκρατικά (οι Επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους, ενώ ανώτατη εκκλησιαστική αρχή είναι η Οικουμενική Σύνοδος), στη Δυτική Εκκλησία αναπτύχθηκε σε πιο προσωποκεντρική, «μοναρχική» βάση (ο Πάπας θεωρείται η ανώτατη Αρχή και σ’ αυτόν υπάγονται όλοι οι Επίσκοποι και όλες οι Σύνοδοι). Αλλά και η χριστιανική διδασκαλία εξελίχθηκε διαφορετικά στη Δυτική Εκκλησία, ερμηνεύτηκαν διαφορετικά τα επακόλουθα του προπατορικού αμαρτήματος, ενώ προστέθηκε και η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό (Filioque). Αλλά και η εισαγωγή ορισμένων καινοτομιών στη Δυτική Εκκλησία (διαφορετικός τρόπος νηστείας, χρήση αγαλμάτων σε ναούς, υποχρεωτική αγαμία για όλο το ιερατικό Σώμα κ.ά.) δημιούργησε ένα κλίμα διαρκούς αντιπαράθεσης με την Ανατολική Εκκλησία.
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος και η Αυτοκράτειρα Ζωή
Το Ακακιανό Σχίσμα (484-519) Το Α’ Σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, γνωστό και ως «Ακακιανό», από το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιου (471/472-488/489) έγινε το 484 μ.Χ. και διήρκεσε ως το 519 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ιουστίνος Α’. Όπως γράφει ο ομότιμος Καθηγητής Μεσαιωνικής και Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, στο περιοδικό «MESOGEIOS, Mediterranée», 38 (2023) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ, το Α’ Σχίσμα προκλήθηκε από την ασυνεννοησία των δύο πλευρών πάνω σε θρησκευτικά και δογματικά ζητήματα.
Ο Πάπας Νικόλαος Α’
Ο Πάπας της Ρώμης, που μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στα «βαρβαρικά» γερμανικά φύλα, είχε βρεθεί ουσιαστικά έγκλειστος στη Ρώμη και αναγκάστηκε να αναπτύξει στενότερες σχέσεις με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, επέμενε στην αναγνώριση από τον Πατριάρχη «Νέας Ρώμης» (Κωνσταντινουπόλεως) των «περί πρεσβειών πρωτείων» του ίδιου, αφού καθώς υποστήριζε ο Πάπας, η Δυτική ήταν αρχαιότερη της Ανατολικής Εκκλησίας, ενώ οι Πάπες ήταν ουσιαστικά οι διάδοχοι του Χριστού, διαμέσου των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (ο Πέτρος θεωρείται ο πρώτος Πάπας Ρώμης). Έτσι, σύμφωνα με τους Δυτικούς, ο προκαθήμενος Ποντίφικας (Pontifex) της Ρώμης θα έπρεπε να προΐσταται και των δύο Χριστιανικών Εκκλησιών.
Ο Πάπας Φραγκίσκος το 2021
Το 484 μ.Χ. ο Πάπας Φήλιξ Γ’ αναμείχθηκε στις ενδοβυζαντινές θρησκευτικές διαμάχες Ορθοδόξων-Μονοφυσιτών, τις οποίες ο αυτοκράτορας Ζήνων είχε προσπαθήσει να γεφυρώσει με το «Ενωτικόν» διάταγμα του 482. Αυτό προκάλεσε το λεγόμενο «Ακακιανό» Σχίσμα. Η ρήξη αυτή στις εκκλησιαστικές σχέσεις Ανατολής-Δύσης άρθηκε μετά από 35 χρόνια, το 519, χωρίς να υπάρξουν συνέπειες στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών.
Το «Φωτίειον» ή «Φώτειον» ή «Μικρό» Σχίσμα Από τότε ως τα τέλη του 8ου μ.Χ. αιώνα, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών ήταν καλές. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν από το 800 μ.Χ. Τα Χριστούγεννα του έτους αυτού, ο Πάπας Λέων Γ’ έστεψε στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης, τον Κάρολο τον Μέγα (Καρλομάγνο) ως πρώτο Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επρόκειτο ουσιαστικά για ενός είδους ανασύσταση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Πάπας πλέον τάχθηκε ανοιχτά με τους Φράγκους θέλοντας να ενισχύσει τη θέση του και να επιβληθεί ως πρωθιεράρχης της Χριστιανικής Εκκλησίας. Έτσι άρχισαν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη ρήξη μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.
Η αφορμή δεν άργησε να έρθει, με την απομάκρυνση από τον Πατριαρχικό Θρόνο Κωνσταντινουπόλεως του Ιγνάτιου και την άνοδο σε αυτόν του ευρυμαθή και σοφού Φώτιου. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιγνάτιος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον Καίσαρα Βάρδα κατηγορούμενος για συνωμοσία εναντίον του ανήλικου τότε Μιχαήλ (857). Το 858 αντικαταστάθηκε από τον προερχόμενο από την τάξη των λαϊκών Φώτιο, ο οποίος μέσα σε λίγες μέρες «ανήλθε» όλα τα μεγάλα εκκλησιαστικά αξιώματα και το 858 χειροτονήθηκε Πατριάρχης από τον Μητροπολίτη Συρακουσών Γρηγόριο Ασβεστά. Το 859, ο αντιδυτικός Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στην οποία αναθεμάτιζε τον Ιγνάτιο. Οι Ιγνατιανοί που τελούσαν υπό διωγμό, στράφηκαν στη Ρώμη. Ο τότε Πάπας Νικόλαος Α’ καταδίκασε την εκλογή του Φώτιου επειδή έγινε χωρίς την έγκρισή του και γιατί ήταν λαϊκός. Όμως η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος της Κων/πολης (861) στην οποία συμμετείχαν και παπικοί αντιπρόσωποι αναγνώρισε την εκλογή του Φώτιου.
Ο Φώτιος, δύο φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και Άγιος της Εκκλησίας μας
Το 863 ο Πάπας Νικόλαος Α’ συγκάλεσε νέα Σύνοδο στο Λατερανό (ανάκτορο της Ρώμης, κατοικία των Παπών τότε) που καταδίκασε τους παπικούς αντιπροσώπους που μετείχαν στη Σύνοδο του 861 και αναγνώρισε ως «κανονικό» Πατριάρχη τον Ιγνάτιο. Στο μεταξύ, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ περιόρισε τις κτήσεις του Πάπα στην Κάτω Ιταλία ενώ ο Φώτιος το 863/864 βοήθησε τους Κύριλλο και Μεθόδιο να εκχριστιανίσουν τους Σλάβους της Κεντρικής Ευρώπης και ενέταξε (864/865) τους Βούλγαρους στο Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα, λίγο πριν να προσχωρήσουν στους Δυτικούς. Το 867 ανέβηκε πραξικοπηματικά στον θρόνο ο Βασίλειος Α’ ο ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας. Αυτός καθαίρεσε τον Φώτιο, με το πρόσχημα ότι αρνήθηκε να τον κοινωνήσει, καθώς δολοφόνησε τον Μιχαήλ Γ’ και επανέφερε τον Ιγνάτιο στον θρόνο. Ουσιαστικά όμως έκανε άνοιγμα προς τον Πάπα, θέλοντας να τον έχει σύμμαχο στις επεκτατικές ενέργειες των Φράγκων. Ο νέος Πάπας Αδριανός Β’ (867-872), αφού εξέτασε τα νέα δεδομένα ζήτησε από τον Βασίλειο τη σύγκληση μεγάλης Συνόδου. Πραγματικά, συγκλήθηκε η Δ’ Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (869-870) την οποία η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θεωρεί Οικουμενική. Αυτή έκαψε τα πρακτικά της Συνόδου που είχε συγκαλέσει το 867 ο Φώτιος και τον αναθεμάτισε. Ωστόσο σύντομα ο Βασίλειος χρειάστηκε τον Φώτιο και τον ανακάλεσε από την εξορία. Οι σχέσεις Φώτιου και Ιγνάτιου εξομαλύνθηκαν και ο πρώτος διαδέχτηκε τον δεύτερο στον θρόνο μετά τον θάνατό του (877).
Ο Βασίλειος ο Μακεδών συγκάλεσε νέα Σύνοδο στον ναό της Αγίας Σοφίας το 879. Σ’ αυτή συμμετείχαν και αντιπρόσωποι του νέου Πάπα Ιωάννη Η’ (877-882). Η Σύνοδος ανακάλεσε τις αποφάσεις της Συνόδου του 869 και αναγνώρισε ως Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον Φώτιο. Έτσι τελείωσε και το «Μικρό» Σχίσμα, την έναρξη του οποίου κάποιοι τοποθετούν στο 863 μ.Χ. και άλλοι, οι περισσότεροι, στο 867 μ.Χ.
Το «οριστικό» ή «Μεγάλο» Σχίσμα (1054 μ.Χ.) Η «αντιπαράθεση» που διατηρείται μέχρι σήμερα είναι αυτή που χρονολογείται από το 1054 μ.Χ. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν τότε ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μιχαήλ Κηρουλάριος (1043-1059). Αυτός θέλησε να αντιμετωπίσει δυναμικά τις προσπάθειες του Πάπα Λέοντα Θ’ (1049-1054) να επιβάλει τις «καινοτομίες» της Δυτικής Εκκλησίας στις βυζαντινές κτήσεις της Κάτω Ιταλίας που, εκτός των άλλων, κινδύνευαν από τους Νορμανδούς.
Ο Κηρουλάριος αντέδρασε δυναμικά και έστειλε μέσω του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Λέοντος, επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Τρανίας Ιωάννη, με την οποία καταδίκαζε τις «καινοτομίες» της Δυτικής Εκκλησίας. Ο καρδινάλιος Ουμβέρτος ανέλαβε να ενημερώσει τον Λέοντα Θ’ που είχε φυλακιστεί από τους Νορμανδούς. Αυτός τον όρισε επικεφαλής αποστολής που πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να παραδώσει επιστολές στον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη, με τις οποίες διεκδικούσε την υπαγωγή των Εκκλησιών Βουλγαρίας και Ιλλυρίας στη δικαιοδοσία του και αμφισβητούσε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη που εκτιμούσε ότι είχε οικειοποιηθεί ο Κηρουλάριος. Όταν ο Ουμβέρτος έμαθε ότι ο Λέων Θ’ είχε πεθάνει, αποφάσισε να επισπεύσει τις κινήσεις του.
Αναπαράσταση της Συνόδου του 879
Στις 16 Ιουλίου 1054, παρουσία του Κωνσταντίνου Θ’ και του Κηρουλάριου, τοποθέτησε προκλητικά στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, αφορισμό κατά του Κηρουλάριου και των υποστηρικτών του. Ο Πατριάρχης συγκάλεσε ενδημούσα Σύνοδο (επρόκειτο για Σύνοδο όπου συμμετείχαν και Αρχιερείς άλλων Μητροπόλεων που τύχαινε να βρίσκονται στην Κων/πολη), η οποία ανταφόρισε και αναθεμάτισε τους συντάκτες του αφορισμού του και όσους συμφωνούσαν μ’ αυτόν (24 Ιουλίου 1054). Έπειτα ζήτησε από τους Πατριάρχες της Ανατολής να αποδεχθούν τις αποφάσεις της ενδημούσας Συνόδου. Έτσι οριστικοποιήθηκε το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών και μεγάλωσε το μίσος μεταξύ Βυζαντινών και Φράγκων. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204 και τα αίσχη που έγιναν από αυτούς, έκαναν το μίσος αγεφύρωτο.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας με τον Πάπα Παύλο Στ’
Οι προσπάθειες για άρση του Σχίσματος Το 1261 ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος απελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους. Ωστόσο, το μίσος μεταξύ Ανατολής-Δύσης παρέμενε άσβεστο. Αν και η Ένωση των δύο Εκκλησιών υπογράφτηκε το 1274 (Σύνοδος της Λιόν) από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, παρέμεινε κενό γράμμα, καθώς οι Ορθόδοξοι ήταν αμετακίνητοι από τις θέσεις τους και μάλιστα ο Μιχαήλ τάφηκε στη Θράκη χωρίς να ψαλεί νεκρώσιμη λειτουργία. Είχε πεθάνει ως «λατινόφρων». Στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) όταν αυτοκράτορας ήταν ο επίσης φιλοδυτικός Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, υπογράφτηκε ξανά η ένωση όμως η αντίδραση των περισσότερων Ορθόδοξων κληρικών και της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ορθόδοξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας, την απέτρεψε.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τον εκλιπόντα Πάπα Φραγκίσκο
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453, η παπική Εκκλησία μέσω της Ουνίας προσπάθησε να προσεταιριστεί ορθόδοξους πληθυσμούς, με προσηλυτιστικές ενέργειες μοναχών οι οποίοι είχαν σταλεί στην Ανατολή. Αλλά και στη Δυτική Εκκλησία τον 16ο αιώνα υπήρξε Σχίσμα με την απόσχιση των Προτεσταντών. Έτσι σήμερα η Χριστιανική Εκκλησία είναι χωρισμένη σε Ορθόδοξους, Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες.
Το 1965 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ ανακάλεσαν τους αφορισμούς του Μιχαήλ Κηρουλάριου και του Πάπα Λέοντα Θ’ στα Ιεροσόλυμα. Προσπάθειες επανένωσης των δύο Εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής συνεχίζουν να γίνονται ίσως πιο εντατικά τα τελευταία χρόνια, ενώ οι Προτεστάντες μετέχουν ενεργά στο κίνημα του Οικουμενισμού, που επιδιώκει την ενότητα του χριστιανικού κόσμου.