Με αφορμή τα 100 χρόνια από τον ερχομό του Αγίου Ιωάννη του Ρώσσου στην Εύβοια σας παραθέτουμε όσα είχε γράψει ο Χαράλαμπος Αβερκιάδης για τον ερχομό του θαυματουργού Αγίου από το Προκόπι της Καππαδοκίας
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΒΕΡΚΙΑΔΗΣ.
Η ΓΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΟΥ.
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΡΩΣΣΟΣ.
Θα ξεκινήσω το μικρό οδοιπορικό και θα καταθέσω όσα στοιχειά έχω συγκεντρώσει και ότι έχω κρατήσει από τις αφηγήσεις του μακαρίτη του πατέρα μου, για την πατρίδα του το Προκόπι.
Παράλληλα είναι ένα αφιέρωμα με όλο τον σεβασμό στην μνήμη των αγαπημένων μου προγόνων, των οποίων τα κόκκαλα έμειναν εκεί στα άγια χώματα της γης που γεννήθηκαν, στα χώματα του Προκοπίου. Με τη βαθειά πίστη ότι δεν πρέπει να χαθούν οι ρίζες της καταγωγής μας, αλλά και της Εθνικής μας παράδοσης.
Κατάγομαι από μια μεγάλη οικογένεια ρασοφόρων προγόνων και μέχρι εκεί που μπόρεσα να φτάσω , όλοι υπηρέτησαν με σεβασμό και αφοσίωση την Ορθοδοξία. Ο παππούς του πάτερα μου ο Παπά- Απόστολος είχε πέντε παιδιά. Τα τρία από τα τέσσερα έγιναν ιερείς, ο τέταρτος καθηγητής Γαλλικών και δίδασκε στο σχολαρχείο του Προκοπίου και το πέμπτο παιδί η Δέσποινα το μοναδικό κορίτσι.
Κατά σειρά ο πρώτος Παπά – Απόστολος ( όταν χειροτονήθηκε του έδωσαν το όνομα του πατέρα του), ο δεύτερος ο παππούς μου Παπά – Χαράλαμπος , ο τρίτος ο καθηγητής Αλέξανδρος και τέταρτος ο Παπά – Γιάννης. Ο Παπά – Γιάννης είχε φοιτήσει στη ( Μεγάλη του Γένους Σχολή ) στην Κωνσταντινούπολη επί Πατριάρχου Κωνσταντίνου του Ε, απ, όπου πήρε και το πτυχίο του με άριστα τον Ιούνιο του 1899.
Ο παππούς μου χειροτονήθηκε και τοποθετήθηκε σαν εφημέριος στη θέση του πατέρα του, σε σχετικά μικρή ηλικία , στον Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου.
Στο Ναό του Αγίου Βασιλείου ήταν τοποθετημένο και το σκήνωμα του Όσιου Ιωάννου του Ρωσσου. Το ιερό λείψανο βρισκόταν μέσα σε μια ξύλινη λάρνακα, η οποία δεν είχε καπάκι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι Τούρκοι ως επί το πλείστον, οι οποίοι πρέπει να σημειώσω πίστευαν πολύ στον Όσιο και μάλιστα τον θεωρούσαν και δικό τους άγιο, την ώρα που ασπάζονταν το λείψανο , έκοβαν κομμάτια με τα δόντια τους από το σώμα του Αγίου και τα έκαναν φυλαχτό.
(Συνοπτική μετάφραση της παρακάτω επιγραφής, που βρίσκεται κάτω από την εικόνα του Αγίου:
Ο Άγιος Ιωάννης του Προκοπίου (1690-1730). Έζησε στη γειτονιά της πύλης. Δίκαιος και αγαπημένος από Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Το 1924 το λείψανό του μεταφέρθηκε στο “Νέο Προκόπι”, δηλ. στην κεντρική Εύβοια.)
Ευτυχώς αυτό έγινε έγκαιρα αντιληπτό από τον παππού μου και μια κ δεν Υπήρχε άλλος τρόπος να προστατέψουν το σκήνωμα αποφάσισαν με την επιτροπή να το σκεπάσουν προσωρινά. Αυτό κράτησε λίγο γιατί φρόντισαν αμέσως να παραγγείλουν καπάκι από γυαλί στη Μερσίνα. Και έτσι μπόρεσαν να αποτρέψουν την ολοκληρωτική λεηλασία του σκηνώματος. Στο σημείο αυτό θέλω να αναφερθώ με ιδιαίτερη συγκίνηση , ίδια με εκείνη που διακατείχε τον πατέρα μου όταν μου εξιστορούσε τα παρακάτω.
Ήταν ωραίες οι στιγμές που περνούσα νεαρός, μου έλεγε, όταν ο παππούς μου έπρεπε να βγάλει το σώμα του Αγίου από την λάρνακα για να κάνει την απαραίτητη και καθιερωμένη συντήρηση. Έβγαζε το σώμα, το έστηνε όρθιο και τότε ο πατέρας μου το κρατούσε αγκαλιά, καθ, όλη τη διάρκεια που ο παππούς μου έβγαζε από την λάρνακα αρωματισμένα βαμβάκια και τα αντικαθιστούσε με άλλα.
Αυτές οι στιγμές είχαν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη του, μέχρι το τέλος της ζωής του και πάντα τόνιζε ότι θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό και ευλογημένο που είχε ζήσει όλες αυτές τις στιγμές. Όταν τελείωνε αυτή η διαδικασία με πολύ σεβασμό και με μεγάλη ευλάβεια βοηθούσε τον παππού μου να επανατοποθετήσουν το σώμα του Όσιου στη λάρνακα. Εκείνος έψελνε μια ευχή και ο πατέρας μου έψελνε και αυτός, γεμάτος κατάνυξη και αγάπη για τον Όσιο.
Μετά το ατυχές αποτέλεσμα του Μικρασιατικού πολέμου και ενώ η Ελλάδα για ακόμα μια φορά είχε εγκαταλειφθεί από φίλους και συμμάχους, οι Τούρκοι αποφάσισαν να ξεκληρίσουν όλο το Ελληνικό στοιχείο που βρισκόταν στην Μ Ασία. Σκοπός και όραμα της πολιτικής τους ήταν να αποσπάσουν με τον πιο βίαιο τρόπο από τις πατρίδες τους όλους τους Έλληνες και να τους εκτοπίσουν μακριά από τον τόπο που ζούσαν χιλιάδες χρόνια. Τα κατάφεραν.
Σαν νικήτρια δύναμη αποφάσισαν την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Η Ελλάδα επέμενε αυτή η ανταλλαγή να μην είναι υποχρεωτική, αλλά προαιρετική. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε να πετύχει κάτι τέτοιο και έτσι η απάνθρωπη σύμβαση ανταλλαγής του Ελληνικού με τον Τουρκικό πληθυσμό που έμενε στην Ελλάδα, υπεγράφη την 30η Ιανουαρίου του 1923. Η Ελλάδα μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθούσε να την αποφύγει. Μάταια όμως. Η σύμβαση αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από τον Αύγουστο του 1923.
Η συμφωνία προέβλεπε τη σύσταση μιας μικτής επιτροπής από Έλληνες και Τούρκους. Σκοπός και αποστολή αυτής της επιτροπής να καταγράψει τα περιουσιακά στοιχειά της κάθε οικογένειας. Αυτά για το Ελληνικό στοιχείο ήταν μόνο για τους τύπους. Κι αυτό γιατί δεν είχαν το δικαίωμα έτσι και αλλιώς να ωφεληθούν η να διεκδικήσουν κάτι από την περιουσία τους η από οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα είχαν αποκτήσει.
Σπάνιο άγραφο της επιτροπής προσφύγων
Τους επέτρεπε να μαζέψουν από τα κτήματα τους ότι προϊόντα είχαν παράγει. Πριν καλά – καλά καταλάβουν την σοβαρότητα της κατάστασης, τον Ιούλιο του 1924 έφτασαν στο Προκοπι από την Ελλάδα οι πρώτες τριακόσιες οικογένειες Τούρκων, βάσει της συμφωνίας που είχε υπογραφεί για την ανταλλαγή. Οι Έλληνες πριν προλάβουν να αναχωρήσουν εκβιάστηκαν κατόπιν διαταγής των Τουρκικών Αρχών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να συγκεντρωθούν σε χώρους που είχαν ορισθεί από τους Τούρκους, σχολειά , αποθήκες κ.τ.λ.
Τα σπίτια τους άρχισαν να μοιράζονται σε Τούρκους πρόσφυγες. Αναλογιστείτε τα συναισθήματα που διακατείχαν τους προγονούς μας, όταν έβλεπαν τα σπίτια τους, με όλα τα υπάρχοντα τους να τα παίρνουν άλλοι, την στιγμή που οι ίδιοι , με ότι μπόρεσαν να πάρουν πρόχειρα και βιαστικά , βρίσκονταν στο δρόμο χωρίς να ξέρουν τι θα τους ξημερώσει.
Και ενώ ο ξεριζωμός βρίσκονταν στο αποκορύφωμα του, ο παππούς μου ο Παπά – Χαράλαμπος πέραν της φροντίδας για τα δυο του παιδιά, είχε και ένα πολύ σοβαρό και ιερό καθήκον.
Είχε κατορθώσει να μαζέψει και να περισώσει κάποια εκκλησιαστικά κειμήλια και ιερά σκεύη , άλλα έπρεπε να πάρει και το σκήνωμα του Όσιου πάση θυσία, χωρίς να τον αντιληφθούν οι Τούρκοι. Ήταν διαταγή από τις Τουρκικές αρχές να μην πάρουν το ιερό λείψανο από την εκκλησία , γιατί όπως ισχυρίζονταν πάντα, ο Άγιος είχε μαρτυρήσει στην πατρίδα τους και άρα τους άνηκε.
Με αυτή την διαταγή κλείδωσαν την εκκλησιά με τον Άγιο μέσα, τη σφράγισαν , πήραν τα κλειδιά και εξαφανιστήκαν . Οι παρακλήσεις του παππού μου και των άλλων υπευθύνων, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Και έτσι άρχισε η μεγάλη στεναχώρια και αγωνία για το τι θα γίνει ο Όσιος. Η είδηση μεταδόθηκε στόμα με στόμα, σκορπίζοντας μεγάλη αναταραχή στους Προκοπιανους.
Κάποια στιγμή ένας Έλληνας σιδηρουργός που το άκουσε, παρουσιάστηκε στον παππού μου και του είπε. Μην στεναχωριέσαι παπά μου, εγώ μπορώ να ανοίξω την πλαϊνή πόρτα της εκκλησίας και από εκεί να βγάλουμε το σκήνωμα του Όσιου. Το επόμενο βήμα ήταν να καταφέρουν να φυγαδεύσουν τον Άγιο, χωρίς να τους αντιληφθούν οι Τούρκοι , μια και η σειρά του παππού μου να αφήσει το Προκοπι ήταν σε λίγες μέρες.
Έτσι φρόντισε να μάθει ποιος έφευγε άμεσα. Την άλλη μέρα το πρωί που ήταν 10 Σεπτεμβρίου 1924 έφευγε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος. Τον βρήκαν και τον παρακάλεσαν να πάρει μαζί του τον Όσιο. Αυτός με μεγάλη χαρά δέχτηκε. Έτσι λοιπόν την ίδια νύχτα, ο κλειδαράς άνοιξε την πόρτα , πήραν το σκήνωμα του Οσίου το τύλιξαν με ένα κιλίμι που το έραψαν προσεκτικά γύρω – γύρω και το περάσαν από το Τελωνείο, λέγοντας ότι ήταν ρούχα και τρόφιμα. Έτσι το σκήνωμα του Όσιου, ταξίδευε για το Ούλου Κασλα, με τελικό προορισμό το λιμάνι της Μερσίνα. Ύστερα από δυο μέρες και με άλλες συγγενικές οικογένειες επιβιβάστηκαν σε μια βοϊδάμαξα και οι δικοί μου , ο παππούς μου , ο πατέρας μου που ήταν τότε 18 χρονών και η αδερφή του η Ελισσάβετ , ξεκινώντας το ταξίδι για ένα αύριο αβέβαιο και άγνωστο. Το ταξίδι για το Ούλου Κασλα ήταν πολύ κουραστικό, κράτησε δυο μερόνυχτα. Μόλις έφτασαν εκεί , είδαν ότι υπήρχε μια επιτροπή που παραλάμβανε τις οικογένειες και τις τοποθετούσε σε σκηνές, όπου περίμεναν τη σειρά τους για να επιβιβαστούν στα τρένα για την Μερσίνα. Όταν έφτασαν στην Μερσίνα τους περίμενε άλλη επιτροπή , τους τοποθετούσε πάλι σε σκηνές για να περιμένουν τα πλοία από Ελλάδα.
Μια στάση του καραβανιού των προσφύγων από το Προκόπι προς το Ουλου Κασλα.
Περιμένοντας σε σκηνές το τρένο για να τους πάει από το Ουλου Κασλα στο λιμάνι της Μερσίνα.
Τα πλοία αργούσαν και οι πρόσφυγες περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία. Είχαν αρχίσει να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και με το φαγητό αλλά και με την απλυσιά που είχε γεμίσει ψείρες και κοριούς τα κορμιά τους. Από τις ταλαιπωρίες πολλοί ηλικιωμένοι κυρίως και ευπαθείς άφηναν την τελευταία τους πνοή στο δρόμο και έτσι αναγκάζονταν να τους θάβουν στα παρακείμενα χωράφια. Επιτέλους ήρθε το πλοίο ( ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΕΣΤΟΥΝΗΣ ) και επειδή δεν είχε αποβάθρα για να δέσει έριξε άγκυρα σε μεγάλη απόσταση από την στεριά. Τότε δημιουργήθηκε πανικός για το ποιοι θα επιβιβαστούν πρώτοι στις βάρκες. Τα μέλη της επιτροπής με τον καπετάνιο που είχε βγει με βάρκα στο λιμάνι μάταια προσπαθούσαν να βάλουν μια τάξη μέσα σε αυτόν τον πανικό και έτσι το δέμα με τον Όσιο πήγε στο αμπάρι κακήν – κακώς.
OΟκτώβριος του 1924 και το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι της Μερσινας και ανοίγεται στο Αιγαίο με ροτα για την Χαλκίδα. Ε κει είχε συμφωνηθεί να κατέβει ένα μέρος των προσφύγων και το ιερό λείψανο. Το πως είχε συμφωνηθεί να μείνει ο Όσιος στη Χαλκίδα δεν το ξέρω ούτε πουθενά έχει αναφερθεί. Όπως επίσης δεν ξέρω – ούτε ο πατέρας μου το ήξερε – πως επέλεγαν που θα κατεβεί η κάθε οικογένεια.
Η επιβίβαση στα πλοία από το λιμάνι της Μερσινας
Όταν το καράβι βρισκόταν μεσοπέλαγα , συνέβη το εξής περίεργο περιστατικό. Κάποια στιγμή και ενώ οι μηχανές δούλευαν στο φουλ, το καράβι σταμάτησε να προχωράει και περιστρέφετο εδώ και εκεί . Ο κυβερνήτης αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε καμία βλάβη στο καράβι του, τρομοκρατήθηκε και ρώτησε τους υπεύθυνους των προσφύγων. Κύριοι μήπως έχετε τίποτα ιερό μαζί σας στο πλοίο;
Ο κύριος Παπαδόπουλος του εξήγησε ότι κάτω στο αμπάρι βρισκόταν το σκήνωμα του Όσιου Ιωάννου του Ρώσσου και τότε ο κυβερνήτης διέταξε να μεταφερθεί αμέσως η ιερή λάρνακα με το σκήνωμα του Όσιου από το αμπάρι και να τοποθετηθεί στο σαλόνι. Εκεί οι ιερείς που βρίσκονταν στο πλοίο με επικεφαλής τον παππού μου έκαναν δέηση μόλις ήρθε το σκήνωμα και αμέσως μετά το καράβι άρχισε να ταξιδεύει ομαλά στη ρότα του σε μια θάλασσα ήρεμη και γαλήνια. Προσευχήθηκαν όλοι στον Όσιο να τους δίνει δύναμη και να τους έχει πάντα κάτω από την σκέπη του στη νέα πατρίδα, στην μητέρα Ελλάδα που πήγαιναν. Μετά από όλες αυτές τις ταλαιπωρίες κάποια στιγμή διασχίζοντας τον Β Ευβοϊκό το πλοίο έφτασε στο λιμάνι της Χαλκίδας. Και εδώ το πλοίο έριξε άγκυρα ανοιχτά και με βάρκες κατέβασαν πρώτα το ιερό λείψανο και μετα κατέβηκαν οι προγονοί μας.
Η νέα πατρίδα των προσφύγων η Χαλκίδα
Όταν το ιερό σκήνωμα βγήκε στο λιμάνι της Χαλκίδας το υποδέχτηκαν ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Γρηγόριος , ο Νομάρχης , ο Δήμαρχος και άλλοι εκπρόσωποι των Αρχών. Στην αποβάθρα έγινε μια πρώτη δέηση και στην συνέχεια με μεγάλη πομπή που διμιουργηθηκε από κατοίκους της πόλης , το μετέφεραν στον Ι.Ν. Αγ. Ιωάννη ( Νεκροταφείο). Στον Ναό αυτό τοποθετήθηκε εφημέριος ο παππούς μου όπου έμεινε να τον υπηρετεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Το σκήνωμα του Όσιου δεν έμεινε για πολύ στον Άγιο Ιωάννη και τούτο γιατί οι Προκοπιανοι που είχαν εγκατασταθεί στο Νέο Προκοπι ( στο πρώην ΑΧΜΕΤ – ΑΓΑ ) απήγαγαν το σκήνωμα με μια πολύ καλοσχεδιασμένη επιχείρηση. Την νύχτα της 5ης Ιουνίου του 1925 ομάδα Προκοπιανων εξαπάτησαν με δόλο τον φύλακα του νεκροταφείου. Ο φύλακας με την οικογένεια του έμεναν σε ένα διώροφο σπίτι που ήταν ακριβώς δίπλα και στο αριστερό μέρος της εκκλησιάς. Μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα , ενώ είχαν πηδήσει την μάντρα του νεκροταφείου , του χτύπησαν την πόρτα και προσποιούμενοι ότι ήταν ταξιδιώτες και ήθελαν να προσκυνήσουν τον Άγιο, τον έπεισαν να κατέβει από το σπίτι και να τους ανοίξει την εκκλησία. Όταν αυτός άνοιξε την πόρτα , τον ακινητοποίησαν και με γρήγορες κινήσεις πήραν την λάρνακα και την μετέφεραν σε ένα αυτοκίνητο που βρισκόταν έξω από τον μαντρότοιχο του νεκροταφείου, ενώ είχαν πάρει εν τω μεταξύ μαζί τους και τον φύλακα που τους άνοιξε την κεντρική είσοδο. Το σκήνωμα του Όσιου το μετέφεραν στο Προκοπι και το τοποθέτησαν στον Ι.Ν. Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης. Προσωρινά μέχρι το Μάιο (27) του 1951 όπου και το μετέφεραν στον Ναό που στο μεταξύ είχε ανεγερθεί προς τιμήν του.
Εκεί αναπαύεται μέχρι σήμερα και από εκεί περνούν κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητών , για να αντλήσουν από τον Όσιο δύναμη και παρηγοριά και να δυναμώσουν την πίστη τους στην Ορθοδοξία.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΠ. ΑΒΕΡΚΙΑΔΗΣ