Αυξήσεις στις αποδοχές τους θα δουν περίπου 550.000 μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, καθώς από την 1η Απριλίου όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα λαμβάνουν 830 ευρώ τον μήνα, από 780 ευρώ προηγουμένως, δηλαδή 50 ευρώ περισσότερα σε σχέση με τα ισχύοντα.
Για το ύψος της αύξησης ελήφθησαν υπόψη οι εισηγήσεις των κοινωνικών και επιστημονικών φορέων, ενώ η αύξηση ήρθε νωρίτερα, 1η Απριλίου, προκειμένου να ωφεληθούν από αυτή την αύξηση και όλοι οι εργαζόμενοι στον τουρισμό.
Πρόκειται για την τέταρτη αύξηση, με αποτέλεσμα ο κατώτατος μισθός να είναι πλέον αυξημένος κατά 27% σε σχέση με τα 650 ευρώ που ήταν το 2019. Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο Υπουργικό Συμβούλιο, στόχος παραμένει το 2027 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα να είναι 1.500 ευρώ και ο κατώτατος μισθός στα 950 ευρώ.
Ο νέος βασικός μισθός συνεπάγεται αύξηση σε 18 επιδόματα: Από το επίδομα ανεργίας και εποχικής απασχόλησης, μέχρι το ισόποσο επίδομα μητρότητας, που ήδη έχει επεκταθεί και στις αγρότισσες και στις ελεύθερες επαγγελματίες.
Για παράδειγμα, το επίδομα ανεργίας θα ανέλθει στα 509 ευρώ έναντι των 479 ευρώ που είναι έως και αυτόν το μήνα (+30 ευρώ).
Με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται επιπλέον 800.000 δικαιούχοι και επηρεάζονται θετικά και οι τριετίες, που έχουν «ξεπαγώσει» έπειτα από 12 χρόνια. Αυτό σημαίνει υψηλότερες αποδοχές έως και 30% για χιλιάδες εργαζόμενους με σημαντική προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα.
Ειδικότερα, όσον αφορά στις τριετίες από την 1η Απριλίου οι κατώτατες αποδοχές διαμορφώνονται ως εξής: 1 τριετία: 913 ευρώ μεικτά, 2 τριετίες: 996 ευρώ μεικτά, 3 τριετίες: 1.079 ευρώ μεικτά.
Παράλληλα, ο αυξημένος από τον Απρίλιο κατώτατος μισθός θα συμπαρασύρει κατά αναλογία έως και το Δώρο Πάσχα. Έτσι ένας εργαζόμενος που χωρίς την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο θα έπαιρνε Δώρο Πάσχα 333 ευρώ, θα λάβει Δώρο Πάσχα αυξημένο κατά 6,4% (όσο το ποσοστό αύξησης του κατώτατου μισθού) στο σκέλος του Απριλίου, δηλαδή 337 ευρώ.
Την εισήγηση στο Υπουργικό Συμβούλιο σχετικά με τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες κάνει η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Δόμνα Μιχαηλίδου.
Η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Υπουργικό Συμβούλιο για τον κατώτατο μισθό:
«Από την 1η Απριλίου, σε λίγες μέρες από τώρα, όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα λαμβάνουν 830 ευρώ τον μήνα. Μιλάμε για μια αύξηση 50 ευρώ, σε ένα ποσό που, όπως θα ακούσουμε και στη συνέχεια, θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τριετίες και πολλά επιδόματα τα οποία συνδέονται με τον κατώτατο μισθό.
Θέλω να θυμίσω ότι όταν ήρθαμε στα πράγματα ο κατώτατος μισθός ήταν 650 ευρώ, το 2019. Έχει παρουσιάσει ουσιαστικά μια άνοδο της τάξης του 27%.
Μετά τις αυξήσεις λοιπόν στο Δημόσιο, μετά τις αυξήσεις στις συντάξεις, γίνεται πράξη ένα ακόμα βήμα στην εφαρμογή των προγραμματικών μας δεσμεύσεων. Με μόνιμα μέτρα -να το τονίσω αυτό, μόνιμα μέτρα- τα οποία αφορούν εκατομμύρια νοικοκυριά και τα οποία προφανώς θα ισχύουν και μετά το πέρασμα της διεθνούς ακρίβειας, ώστε να μπορούμε να πετύχουμε τον στόχο τον οποίο έχουμε θέσει: το 2027 ο μέσος μισθός στην πατρίδα μας να είναι 1.500 ευρώ και ο κατώτατος μισθός 950 ευρώ.
Θέλω να τονίσω ότι η σημερινή απόφαση είναι σωστά μελετημένη. Ανακουφίζει σίγουρα τους εργαζόμενους, δίχως όμως -είναι κάτι το οποίο το συζητήσαμε εκτενώς με όλα τα συναρμόδια Υπουργεία- να θίγει, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, τις αντοχές της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των ίδιων των επιχειρήσεων.
Είναι μια απόφαση που στηρίζει το εισόδημα, αλλά δεν επιβαρύνει τόσο το κόστος παραγωγής, βάζοντας σε κίνδυνο τη μείωση της ανεργίας. Και βέβαια, είναι πολύ σημαντικό η αύξηση αυτή σε καμιά περίπτωση να μην οδηγήσει -και πιστεύω ότι κινείται στο επίπεδο που αυτό δεν θα συμβεί- νέες προσδοκίες σχετικά με τον πληθωρισμό από εδώ και στο εξής.
Για το ύψος της αύξησης λάβαμε υπόψη εισηγήσεις κοινωνικών και επιστημονικών φορέων. Ενώ και φέτος η αύξηση αυτή έρχεται πια νωρίτερα, 1η Απριλίου, προκειμένου να ωφεληθούν από αυτή την αύξηση και όλοι οι εργαζόμενοι στον τουρισμό.
Είναι η ίδια συνετή πολιτική την οποία ακολουθήσαμε και στις προηγούμενες αυξήσεις. Τα στοιχεία, νομίζω, επιβεβαιώνουν ότι έχουμε βρει το σωστό μέτρο και τη σωστή ισορροπία: οι μισθοί αυξάνονται, η ανεργία έχει πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό, μετά από 15 χρόνια.
Η ανάπτυξη των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό και με τη μείωση, βέβαια, των φορολογικών συντελεστών, δείχνει να μπορούν οι επιχειρήσεις να απορροφήσουν τελικά αυτό το πρόσθετο κόστος. Και δεν είναι τυχαίο ότι το επιχειρηματικό κλίμα στην Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη βελτίωση μεταξύ 82 χωρών.
Και βέβαια, επειδή άκουσα χθες να γίνεται μια συζήτηση στη Βουλή για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, να επισημάνουμε ότι το 2023 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προφανώς, δεν είμαστε ακόμα εκεί που θέλουμε να είμαστε, γιατί κουβαλάμε το βάρος μιας δεκαετούς κρίσης. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η συνολική πορεία της οικονομίας και η πορεία αύξησης των εισοδημάτων κινείται προς τη σωστή, προς τη θετική κατεύθυνση.
Όπως είπα και στην αρχή -θα μας τα πει στη συνέχεια και η Υπουργός-, ο νέος βασικός μισθός συνεπάγεται αύξηση σε 18 ακόμα επιδόματα: από το επίδομα ανεργίας και εποχικής απασχόλησης, μέχρι το ισόποσο επίδομα μητρότητας, που να θυμίσουμε ότι ήδη έχει επεκταθεί και στις αγρότισσες και στις ελεύθερες επαγγελματίες.
Με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται επιπλέον 800.000 δικαιούχοι και φυσικά επηρεάζονται θετικά και οι τριετίες, που να θυμίσουμε ότι «ξεπάγωσαν» έναν χρόνο νωρίτερα από αυτό το οποίο προγραμματίζαμε. «Ξεπάγωσαν» ύστερα από 12 χρόνια. Αυτό σημαίνει υψηλότερες αποδοχές έως και 30% για χιλιάδες εργαζόμενους με σημαντική προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα.
Παρά τις δυσκολίες λοιπόν, παραμένουμε απολύτως προσηλωμένοι στη μάχη της καθημερινότητας, σε δύο πρωτίστως μέτωπα: υψώνουμε «αναχώματα» στις ανατιμήσεις. Έχουμε ήδη πολύ θετικά αποτελέσματα, τα είδαμε και τα βλέπουμε στο ηλεκτρικό ρεύμα, όπου η πτώση των τιμών θα έλεγα ότι μπορεί να ξεπέρασε και τις δικές μας προσδοκίες, αποτέλεσμα της μεγαλύτερης διαφάνειας που επιβάλαμε στην αγορά ηλεκτρικού ρεύματος και του περισσότερου ανταγωνισμού.
Έχουμε σημαντικές μειώσεις στο βρεφικό γάλα, σε πολλά προϊόντα ευρείας χρήσης και προφανώς ο Υπουργός Ανάπτυξης γνωρίζει ότι αυτή είναι μία μάχη η οποία είναι συνεχιζόμενη, έως ότου φτάσουμε πια σε ένα σημείο μόνιμης αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.
Και βέβαια, όπως είπα, στηρίζουμε το εισόδημα με μόνιμες αυξήσεις, στηρίζοντας κυρίως τους πιο αδύναμους. Σε αυτό το σημείο, εξάλλου, συναντιέται και η οικονομική μας πολιτική με τις κοινωνικές μας προτεραιότητες. Αυξάνουμε τον δημόσιο πλούτο ώστε σε αυτόν να έχουν μερίδιο όλοι.»
Πηγή: Πρώτο Θέμα