Διπλασιάζεται η έκπτωση φόρου για ηλεκτρονικές πληρωμές σε επαγγελματίες με υψηλό κίνδυνο φοροδιαφυγής, αφού όπως διαπιστώνεται τα δύο χρόνια που εφαρμόστηκε απέτυχε.
Πρόκειται για την ενισχυμένη έκπτωση φόρου που δίδεται σε όσους φορολογούμενους πληρώνουν με κάρτες αντί μετρητών 20 κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών, μεταξύ των οποίων είναι και τα οικοδομικά επαγγέλματα.
Όμως το μέτρο που εφαρμόστηκε για τα φορολογικά έτη 2022 και 2023, διαπιστώθηκε ότι απέτυχε, αφού ελάχιστος αριθμός φορολογουμένων συγκέντρωσε και υπέβαλε αποδείξεις από τους συγκεκριμένους κλάδους επαγγελματιών.
Αιτία είναι ότι το φορολογικό όφελος ήταν πολύ μικρότερο και με καθυστέρηση, σε σχέση με την έκπτωση που παρέχουν οι επαγγελματίες σε πληρωμές τοις μετρητοίς και χωρίς απόδειξη.
Η νομοθεσία παρέχει φορολογικά κίνητρα στα φυσικά πρόσωπα για την χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών μέσων εξόφλησης λιανικών συναλλαγών για πληρωμές αμοιβών σε: Κτηνιάτρους, υδραυλικούς, ψυκτικούς, συντηρητές θέρμανσης, ηλεκτρολόγους, σοβατζήδες, πλακάδες, λοιπά οικοδομικά επαγγέλματα, εκμεταλλευτές ταξί, κομμωτές, γραφεία κηδειών, ινστιτούτα αισθητικής, καθαρίστριες, φωτογράφους, σχολές χορού, γυμναστήρια, δικηγόρους, παιδαγωγούς, οικιακές βοηθούς και γυμναστήρια.
Το έξτρα κίνητρο, να επιλέγονται οι ηλεκτρονικές πληρωμές για την πληρωμή υπηρεσιών από τη συγκεκριμένη ομάδα των επαγγελματιών, συνίσταται στην έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα του 30% των ηλεκτρονικά εξοφληθεισών δαπανών για την πληρωμή αμοιβών σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιτηδευματιών μέχρι ποσού έκπτωσης 5.000 ευρώ. Το μέγιστο ποσό της φοροέκπτωσης είναι:
• Έως 450 ευρώ για ετήσιο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ,
• Έως 1.100 ευρώ για ετήσιο εισόδημα από 10.000 έως 20.000 ευρώ,
• Έως 1.400 ευρώ για εισόδημα από 20.000 έως 30.000 ευρώ,
• Έως 1.800 ευρώ για εισόδημα από 30.000 έως 40.000 ευρώ και
• Έως 2.200 ευρώ για ετήσιο εισόδημα πάνω από 40.000 ευρώ.
Παράδειγμα για την αποτυχία του μέτρου
Το μέτρο απέτυχε, επειδή το φορολογικό κίνητρο είναι πιο αδύναμο από τις πληρωμές με μετρητά.
Για την παροχή υπηρεσίας από υδραυλικό που κοστίζει 100 ευρώ, αν ο πελάτης-φορολογούμενος ζητήσει απόδειξη και πληρώσει με κάρτα, το συνολικό ποσό που θα πληρώσει θα διαμορφωθεί σε 124 ευρώ (100+24%).
Κατόπιν, από τα 124 ευρώ που θα έχει καταβάλει, κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης θα αφαιρεθούν από το φορολογητέο εισόδημά του το 30%, δηλαδή τα 37,2 ευρώ.
Αν το ετήσιο εισόδημα που δηλώνει στην εφορία είναι πάνω από το αφορολόγητο όριο και μέχρι 20.000 ευρώ, που δηλώνει η συντριπτική πλειοψηφία των φορολογουμένων, το όφελος που θα αποκομίσει αν αφαιρεθούν από το εισόδημά του τα 37,2 ευρώ, θα είναι μόλις 8,2 ευρώ.
Δηλαδή για την εργασία των 100 ευρώ, ζητώντας απόδειξη από τον ηλεκτρολόγο, πληρώνει επιπλέον 24 ευρώ ΦΠΑ και θα λάβει έκπτωση από την εφορία το ποσό των 8,2 ευρώ, δηλαδή θα επιβαρυνθεί με 15,8 ευρώ.
Αν ο φορολογούμενος έχει ετήσιο εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ, για την ίδια υπηρεσία, κόστους 100 ευρώ, θα έχει έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημά του, επίσης 37,2 ευρώ. Η μείωση του φόρου εισοδήματος που θα τύχει από την ΑΑΔΕ, θα κυμανθεί από 10,22 ευρώ έως και 16,36 ευρώ κατά ανώτατο όριο, καθώς θα εφαρμοστούν, αναλόγως του εισοδήματος, οι συντελεστές φόρου 28%-44%.
Προκύπτει δηλαδή, ότι το ποσό του ΦΠΑ που θα αποφύγει αν πληρώσει με μετρητά χωρίς απόδειξη, είναι μεγαλύτερο από τη μείωση του φόρου, που θα έχει, εάν η πληρωμή γίνει με κάρτα.
Ακόμη, ενώ με την κανονική πληρωμή με κάρτα και με ΦΠΑ ο φορολογούμενος θα περιμένει το όφελος της εφορίας αρκετούς μήνες, με την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης, το όφελος από την πληρωμή μετρητοίς και χωρίς ΦΠΑ είναι άμεσο.
Διπλασιασμός της έκπτωσης
Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, αφού μελέτησε το πρόβλημα, έχει αποφασίσει να διευρύνει το εν λόγω κίνητρο, αυξάνοντας το μπόνους που θα έχουν οι φορολογούμενοι που θα πληρώνουν με κάρτα τους ανωτέρω επαγγελματίες.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το μπόνους μπορεί και να διπλασιαστεί, ώστε να αποτελεί ισχυρό κίνητρο λήψης απόδειξης.
Παράλληλα εξετάζεται η διεύρυνση των κλάδων των επαγγελματιών που θα εφαρμόζεται η αυξημένη έκπτωση του φόρου.