Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέλεξε, ύστερα από πρόταση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, τον Αρχιγραμματέα της Συνόδου, αρχιμανδρίτη Ιωάννη Καραμούζη, στον οποίο αποδόθηκε ο τίτλος της Επισκοπής Σκιάθου. Ο νέος επίσκοπος έλαβε 73 ψήφους, κερδίζοντας την καθολική αποδοχή των μελών της Ιεραρχίας.
Ο εψηφισμένος επίσκοπος Σκιάθου Ιωάννης Καραμούζης γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1973 και αποτελεί μια από τις πλέον σεβαστές και καταρτισμένες μορφές του ιερού κλήρου. Είναι απόφοιτος και διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μοναχός από το 1996 και κληρικός από το 1999.
Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Χαλκίδος, όπου διακρίθηκε για το ποιμαντικό του έργο και την ιδιαίτερη φροντίδα του προς τη διακονία των Κωφών, διδάσκοντας μάλιστα και Νοηματική Γλώσσα. Παράλληλα συμμετείχε ενεργά σε συνοδικές επιτροπές, δίδαξε σε πανεπιστημιακά προγράμματα ειδικής αγωγής και κατέθεσε πολύτιμη εμπειρία στη διοίκηση και την πνευματική καθοδήγηση.
Ως νέος Επίσκοπος, αναλαμβάνει πλέον την ευθύνη της Κεντρικής Γραμματείας της Ιεράς Συνόδου, σε μια θέση υψηλής ευθύνης και εμπιστοσύνης.
Η ιστορική Επισκοπή Σκιάθου
Η Επισκοπή Σκιάθου είναι μια από τις αρχαιότερες εκκλησιαστικές έδρες των Βορείων Σποράδων, με ρίζες που φτάνουν έως τη βυζαντινή περίοδο, όταν το νησί υπαγόταν στη Μητρόπολη Λαρίσης. Διατήρησε την αυτοτέλειά της και στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, με μαρτυρημένους επισκόπους ήδη από τον 16ο αιώνα.
Από τον 17ο αιώνα ενώθηκε με τη Σκόπελο υπό τον τίτλο «Επισκοπή Σκιάθου και Σκοπέλου», με έδρα τον ναό της Γεννήσεως του Χριστού στο μεσαιωνικό κάστρο του νησιού. Η επισκοπή λειτούργησε έως τον 19ο αιώνα, με τελευταίο επίσκοπο τον Ευγένιο (†1842), ενώ καταργήθηκε οριστικά το 1852, στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της Εκκλησίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Η ανασύστασή της σήμερα, έστω και τιμητικά, έρχεται να συνδέσει το ιστορικό παρελθόν με το παρόν της Εκκλησίας, μέσα από ένα πρόσωπο που ενώνει τη θεολογική γνώση, τη διοικητική εμπειρία και τη βαθιά πνευματικότητα.