Επιστολή του Γ.Σπύρου, που αφορά στο Τσιμεντάδικο Χαλκίδας, ένα θέμα που θα απασχολήσει την τοπική επικαιρότητα, ιδιαίτερα το επόμενο διάστημα, αφού εξετάζεται η επανάχρησή του. Το εργοστάσιο Τσιμέντου συνδέεται με την συλλογική μνήμη της πόλης και πλέον συνιστά ένα τοπόσημο της ύστερης παλαιοβιομηχανικής περιόδου. Επομένως κάθε επανάχρησή του επιβάλει και την προσθήκη νέων στοιχείων. Στην επιστολή αναφέρονται όλα τα σχετικά στοιχεία.
Η επιστολή απευθύνεται στα μέλη της Ειδικής Επιτροπής του Περιφερειακού Τμήματος Εύβοιας του ΤΕΕ, που συγκροτήθηκε μετά απο αίτημα ομάδας πολιτών και κοινοποιείται επίσης σε Οικονομικό, Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο και ΕΚΕ.
Πληροφορούμαι ότι ύστερα από αίτημα ομάδας πολιτών, συστήθηκε Ειδική Επιτροπή από το Επιμελητήριο σας, η οποία συνεδριάζει και συζητά επί του ζητήματος το οποίο προέκυψε, αναφορικά με το μέλλον του από δεκαετίας περίπου σχολάζοντος εργοστασίου τσιμέντου, που ήταν εγκατεστημένο και λειτουργούσε στην θέση «Μικρό βαθύ» της Δημοτικής Ενότητας Αυλίδας.
Είναι γνωστό ότι εδώ και καιρό αποξηλώνονται τα μηχανικά μέρη του εργοστασίου και επιχειρείται κατεδάφιση των κτιριακών του εγκαταστάσεων.
Επίσης είναι γνωστό ότι ο Οργανισμός Λιμένων Ευβοίας (ΟΛΝΕ), προωθεί μέσω ενός master plan την χωροθέτηση εμπορικού λιμένα στους σχολάζοντες προβλήτες του πρώην εργοστασίου τσιμέντου, ενώ παράλληλα έχει ήδη εκμισθώσει τη χερσαία του ζώνη σε ιδιώτη, για να χρησιμοποιηθεί ως ιδιωτικός εμπορικός λιμένας, παρά την αντίθετη στάση του σωματείου των λιμενεργατών.
Το παραπάνω master plan λιμνάζει στην Επιτροπή Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων (ΕΣΑΛ), κατ’ εκτίμησή μου γιατί έχει σοβαρό έλλειμμα τόσο επιστημονικής όσο και δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Το έλλειμμα αυτό καθιστά την τυχόν εγκριτική απόφαση της παραπάνω Επιτροπής ακυρωτέα από τα αρμόδια Δικαστήρια.
Επίσης το Υπουργείο Περιβάλλοντος έχει εκδώσει την υπ’ αριθμόν 62552/1652/25-11-2021 απόφαση, με την οποία προωθεί την εκπόνηση Ειδικού Χωρικού Σχεδίου και χορηγεί προέγκριση χωροθέτησης στον χώρο του σχολάζοντος εργοστασίου. Η παραπάνω χωροθέτηση αφορά την εγκατάσταση ενός Επιχειρηματικού (βιομηχανικού) Πάρκου μικρής και μέσης όχλησης, στο οποίο θα μπορεί να γίνει ακόμη και διαχείριση απορριμμάτων και λυματολάσπης. Επίσης και ενός ακόμη επιχειρηματικού πάρκου τύπου logistics.
Όλα αυτά δυστυχώς έχουν γίνει ερήμην της τοπικής κοινωνίας, όπως αυτή θα πρέπει να εκφράζεται κυριαρχικά μέσω του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Χαλκιδέων, αλλά και των κοινωνικών εταίρων και φορέων όπως είναι τα Επιμελητήρια, οι Επιστημονικοί Σύλλογοι και το Εργατικό Κέντρο.
Επίσης όλος αυτός ο σχεδιασμός έρχεται σε αντίθεση και παραβιάζει όλο το πλέγμα χωροταξικής οργάνωσης που έχει εκπονηθεί για το Δήμο Χαλκιδέων την προηγούμενη δεκαετία, με επιστημονική
επάρκεια και δημοκρατική διαβούλευση.
Είναι προφανές ότι οι αποφάσεις οι οποίες θα ληφθούν για το μέλλον του συγκεκριμένου συγκροτήματος, θα καθορίσουν θετικά ή αρνητικά την πορεία ανάπτυξης του Δήμου μας και την ευημερία των δημοτών, γιατί το συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα έχει το κρίσιμο μέγεθος και βρίσκεται στην κρίσιμη θέση, ώστε να μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο.
Για τον λόγο αυτό νομίζω ότι ο ορθός δρόμος είναι το ίδιο το Δημοτικό Συμβούλιο να επιληφθεί του ζητήματος, προσκαλώντας τους κοινωνικούς εταίρους, τους θεσμικούς του συμβούλους και τους
δημότες να εκφράσουν απόψεις, σε μία ανοιχτή διαβούλευση η οποία θα έπρεπε να γίνει υπό την αιγίδα και την θεσμική του σκέπη.
Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι η παρούσα δημοτική αρχή εθελοτυφλεί και απεμπολεί τη γενική της αρμοδιότητα επί των μείζονος σημασίας τοπικών ζητημάτων, που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη του Δήμου, την υγεία και την ευημερία των δημοτών.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις όποιες ενστάσεις έχω σχετικά με την διαδικασία, θεωρώ υποχρέωσή μου να καταθέσω τις δικές μου απόψεις, συμπληρωμένες από στοιχεία τα οποία διαθέτω
λόγω της ενασχόλησης μου με τα ζητήματα χωροταξίας, ως τ.πρόεδρος της σχετικής Επιτροπής Χωροταξίας και Περιβάλλοντος του Νομαρχιακού Συμβουλίου Εύβοιας.
Αντιπαρέρχομαι το θέμα της νομιμότητας τόσο του master plan όσο και της παραπάνω προέγκρισης χωροθέτησης, γιατί αυτά είναι ζητήματα τα οποία θα κριθούν τελικά στα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα. Εκτιμώ άλλωστε ότι το ίδιο θα πράξετε και εσείς, καθώς ο ρόλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου δεν είναι δικαιοδοτικός, αλλά ουσιαστικός.
Το κεντρικό ουσιαστικό ζήτημα είναι αυτό της σκοπιμότητας του παραπάνω Ειδικού Χωρικού Σχεδίου που επιχειρείται να επιβληθεί πάνω σε ένα ήδη διαμορφωμένο χωροταξικό υπόβαθρο, το οποίο όμως κινείται σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Μια τέτοια σκοπιμότητα θα μπορούσε μόνο υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις να γίνει ενδεχομένως αποδεκτή, αν επρόκειτο δι’ αυτού να εξυπηρετηθεί μια υπέρτερη τοπική ή εθνική αναπτυξιακή ανάγκη.
Όμως εδώ και στην υπό κρίση περίπτωση, θα πρέπει να επισημάνω ότι το ΓΠΣ της Αυλίδας προέβλεψε μία εκτεταμένη βιομηχανική περιοχή στη θέση «Ριτσώνα» και ότι αυτός ο βιομηχανικός υποδοχέας όχι μόνο δεν έχει κορεστεί, αλλά ούτε προβλέπεται να κορεστεί μέσα στα επόμενα 50 χρόνια. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η χωροθέτηση νέου βιομηχανικού πάρκου στην θέση του ανενεργού εργοστασίου τσιμέντων εξυπηρετεί την ανάγκη της εξεύρεσης ζωτικού χώρου για την ανάπτυξη της βιομηχανικής δραστηριότητας στην περιοχή μας.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ:
α) Το χωροταξικό υπόβαθρο.
Η υπό κρίση περιοχή και γενικότερα ο Δήμος Χαλκιδέων δεν είναι αρρύθμιστος χωροταξικά, αλλά έχουν εκπονηθεί και εγκριθεί τα εξής χωροταξικά σχέδια, μελέτες και συναφείς δικαστικές αποφάσεις:
Ο νομαρχιακός χωροταξικός σχεδιασμός.
Πρόκειται για μία αναλυτική χωροταξική μελέτη για το σύνολο του Νομού, η οποία συνετάγη από το Μελετητικό Γραφείο 12 ΕΠΕ με συντονιστή τον πολεοδόμο χωροτάκτη κ. Κωνσταντίνο Γκάρτζο και ολοκληρώθηκε στις 20.3.2002 και εγκρίθηκε με απόφαση του νομαρχιακού συμβουλίου. Η
παραπάνω μελέτη προβλέπει ως χρήση γης για το χώρο του τσιμεντάδικου μετά την παύση της λειτουργίας του, αυτή του «πολιτιστικού τουρισμού». Δηλαδή ένα σύμπλεγμα που συνδέει τον τουρισμό με τον πολιτισμό και αιτιολογείται από τη γειτνίαση με τον αρχαίο ναό της Αρτέμιδος και τον χώρο στον οποίο διαδραματίστηκε η θυσία της Ιφιγένειας, όπως αυτή περιγράφεται από τον Όμηρο και τους αρχαίους τραγικούς.
Το Γενικό Πολεοδομικό σχέδιο της Αυλίδας. Το παραπάνω χωροταξικό σχέδιο, εγκρίθηκε από το
Δημοτικό Συμβούλιο του τέως Δήμου Αυλίδος και έλαβε τον νόμιμο τύπο με την υπ. Αριθμ. πρωτ.
26719/4153/18/7/2011 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, που δημοσιεύτηκε νόμιμα στο ΦΕΚ αρ. φύλλου 219/ 26 Αυγούστου 2011 (τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων).
Το Σχέδιο αυτό προβλέπει ότι το σύνολο της βιομηχανικής δραστηριότητας που σήμερα υπάρχει στην περιοχή «Μικρό και μεγάλο Βαθύ», θα μεταφερθεί στην βιομηχανική ζώνη Ριτσώνας, η οποία θεσμοθετήθηκε με αυτό το ΓΠΣ, με εξαίρεση την δραστηριότητα του εργοστασίου τσιμέντου
και του ναυπηγείου, για τα οποία έκρινε ότι θα έπρεπε να παραμείνουν εκεί για όσο χρονικό διάστημα λειτουργούν λόγω της εθνικής τους σημασίας. Εξ αντιδιαστολής και κατ’ ερμηνεία των διατάξεων του Γ.Π.Σ. της Αυλίδας τεκμαίρεται με βεβαιότητα, ότι δεν είναι επιτρεπτή πλέον στον χώρο των τσιμέντων η ανάπτυξη άλλης νέας βιομηχανικής δραστηριότητας.
Υπ’ αριθμόν 2500/1999 απόφαση του ΣτΕ.
Η απόφαση αυτή η οποία εκδόθηκε ύστερα από αίτηση ακυρώσεως κατοίκων της περιοχής, απαγόρευσε επέκταση της γειτνιάζουσας βιομηχανίας «ΙΝΤΕΡΚΕΜ» με το σκεπτικό ότι «το τμήμα αυτό του Ευβοϊκού Κόλπου ανήκει στις πλέον βλαβείσες θαλάσσιες περιοχές της χώρας και ότι
αν δεν αναληφθεί προσπάθεια αποκαταστάσεως, θα υποστεί οικολογική καταστροφή. Υπό τα δεδομένα αυτά και εν όψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, η σκοπούμενη
επέκταση της παρεμβαινούσης βιομηχανικής εταιρείας δεν συνιστά βιώσιμη ανάπτυξη και ως εκ τούτου είναι απαγορευμένη»
Ως γνωστόν οι αποφάσεις του ΣτΕ, καθώς και το σκεπτικό αυτών είναι δεσμευτικές για την Διοίκηση και ως εκ τούτου ελήφθησαν υπ’ όψιν στην κατάρτιση του Γ.Π.Σ. Αυλίδας. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η υπ. Αριθμ. 202/2012 απόφαση της2/7/2012 του Δημοτικού Συμβουλίου Χαλκίδας, με την οποία απορρίφθηκε η πρόταση να γίνει καύση απορριμμάτων στον χώρο του εργοστασίου τσιμέντων, όταν αυτό λειτουργούσε.
Το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και Αειφόρου Ανάπτυξης, το οποίο συνεδρίασε στα πλαίσια κατάρτισης του Εθνικού Χωροταξικού Σχεδιασμού, εξέδωσε την από 19/12/2002 γνωμοδότησή του, με την οποία αναφέρεται στα μεγάλα αστικά κέντρα Αθήνας και Θεσσαλονίκης για τα οποία προβλέπει ότι πρέπει να τεθεί στόχος η αποτροπή της περαιτέρω μεγέθυνσης «στόχο στην επίτευξη του οποίου μπορεί να συνεισφέρει αποτελεσματικά με την υιοθέτηση και την άσκηση αντίστοιχων πολιτικών, η ανάπτυξη δυναμικών αστικών κέντρων (πχ Χαλκίδα, Κόρινθος, Κατερίνη) ως ελκυστικών πόλεων με υποδομές και προϋποθέσεις για την απορρόφηση των μη επιθυμητών
τάσεων συγκέντρωσης πληθυσμού και υπερδιόγκωσης των μητροπολιτικών κέντρων» (παρ. 171 της γνωμοδότησης). Η κατεύθυνση αυτή εξειδικεύεται με το Περιφερειακό Χωροταξικό Σχέδιο Περιφέρειας Στ.Ελλάδας, που εγκρίθηκε με την υπ. Αριθμ. 26298/2003 απόφαση
ΥΠΕΧΩΔΕ, σύμφωνα με την οποία η ευρύτερη περιοχή της Χαλκίδας προτείνεται ως περιοχή για εκπόνηση ρυθμιστικού Σχεδίου (σε.31 κεφ. Δ 3.8) με σκοπό την αστική αναβάθμιση της, με βάση την παραδοχή ότι συνιστά ένα δυναμικό πόλο λόγω της γειτνίασης της με την Αθήνα, αλλά και την βιομηχανική συγκέντρωση Οινοφύτων – Σχηματαρίου, η οποία δυναμική προτείνεται «να ελεγχθεί
ποσοτικά και να αναβαθμιστεί ποιοτικά με στόχο υψηλή αστική ποιότητα ζωής, ώστε να έλκει ειδικευμένα στελέχη και εγκαταστάσεις του ανώτερου τριτογενή συνδεδεμένου με τις εξειδικεύσεις της διασυνοριακής με την Αθήνα περιοχής» (σελ.15 κεφ. Δ 3.1.).
Το παραπάνω χωροταξικό υπόβαθρο ασφαλώς και δεν είναι θέσφατο.
Άλλωστε είναι προϊόν επιστημονικής μελέτης και δημοκρατικής
διαβούλευσης και υπόκειται σε αναθεώρηση ως προς μεν το Γ.Π.Σ. ανά
πενταετία, ως προς δε το Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο ανά δεκαετία.
Μέχρι όμως αυτά να επικαιροποιηθούν ή να αναθεωρηθούν με τον
τρόπο με τον οποίο θεσμοθετήθηκαν, συνιστούν τον συντακτικό χάρτη
της ανάπτυξης της περιοχής μας.
β) Οι νέες ανάγκες:
Γεννάται το ερώτημα: Μήπως όλος αυτός ο σχεδιασμός ξεπεράστηκε
και πλέον έχει καταστεί ανεπίκαιρος;
Όπως προείπα, αν υπήρχε τέτοιο ζήτημα θα έπρεπε να επιλυθεί μέσω
των ίδιων εργαλείων με τα οποία θεσμοθετήθηκε. Δηλαδή με
αναθεώρηση του Γ.Π.Σ. Αυλίδας. Όμως θα μπω στον πειρασμό να
εισέλθω στην ουσία και να εκφέρω γνώμη σχετικά με το ζήτημα, αν
μεταβλήθηκαν οι ανάγκες λόγω νέων συνθηκών και προς ποιά
κατεύθυνση.
Γνωρίζουμε ότι στην περιοχή μας υπήρξε και λειτούργησε αρνητικά για
την ανάπτυξή της, μία αντίφαση η οποία έχει τα θεμέλια της στην
δραστηριοποίηση στον ίδιο περίπου χώρο, τόσο βιομηχανικών όσο και
τουριστικών εγκαταστάσεων.
Αυτή την αντίφαση προσπάθησαν να επιλύσουν τα παραπάνω
χωροταξικά εργαλεία και αποφάσεις.
Αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης ήταν να υποχωρήσουν σταδιακά οι
τουριστικές δραστηριότητες λόγω της έντονης δραστηριοποίησης της
βιομηχανίας στη δεκαετία του ‘80 και ‘90.
Έτσι ενώ στη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 στην περιοχή του Αγίου Μηνά
της δημοτικής ενότητας Ανθήδονος είχαμε δύο πολύ μεγάλα
ξενοδοχεία το «st. Minas» και το «Πέλαγος», αυτά παρήκμασαν και
έκλεισαν. Η αποβιομηχάνιση όμως που ακολούθησε για άλλους λόγους
και η παύση λειτουργίας του εργοστασίου τσιμέντου, επέφερε τα
τελευταία χρόνια μία άνθηση στον τουρισμό, με αποτέλεσμα τα ίδια
ξενοδοχεία να εξαγοραστούν από Έλληνες και ξένους επιχειρηματίες
και να αρχίσουν να ξαναλειτουργούν.
Επίσης πάρα πολλές εξοχικές κατοικίες άλλαξαν χρήση τα
προηγούμενα χρόνια και πλέον λειτουργούν σαν τουριστικά
καταλύματα λόγω της έντασης του τουριστικού ρεύματος και της
ζήτησης για νέες κλίνες. Δημιουργήθηκε λοιπόν μία νέα ευκαιρία για
τον τουρισμό.
Αυτή η ευκαιρία είναι προφανές ότι θα ενισχυθεί εάν το εργοστάσιο
τσιμέντου πάρει μία νέα χρήση συμβατή με τα παραπάνω, όπως αυτή
που προβλέπεται ήδη από εικοσαετίας από το Νομαρχιακό Χωροταξικό
Σχέδιο.
Σήμερα ήρθε η ώρα για να αποφασίσουμε ξανά για το μέλλον μας,
έχοντας ένα νέο σημείο εκκίνησης και μία νέα ευκαιρία.
Η νέα τάση τόσο για τη χώρα όσο και ειδικότερα για την περιοχή μας
είναι εμφανής και οποιαδήποτε επαρκής μελέτη θα καταδείξει ότι δεν
είναι άλλη από τον τουρισμό και τις νέες τεχνολογίες.
Τι είναι λοιπόν αυτό που μπορεί να μας κάνει να σκεφτούμε ότι θα
μπορούσαμε στο συγκεκριμένο σημείο να εγκαταστήσουμε νέες
βιομηχανικές χρήσεις;
Προφανώς τίποτα που να υπαγορεύεται από τους κανόνες της
χωροταξικής επιστήμης.
Το μόνο το οποίο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε βάσιμα, είναι ότι η
συγκεκριμένη σχεδιαζόμενη να επιβληθεί εκ των άνω βιομηχανική
χρήση, υπαγορεύεται από κάποια ατομικά συμφέροντα, τα οποία όμως
δεν συμπλέουν με τα συμφέροντα της πόλης μας και των δημοτών της.
Το δεύτερο κατά λογική συνεπαγωγή ερώτημα είναι αν μπορεί να
ευδοκιμήσει η χρήση του «πολιτιστικού τουρισμού» με ταυτόχρονη
χωροθέτηση του εμπορικού λιμανιού στο εργοστάσιο τσιμέντου;
Η απάντηση είναι αυτονόητα και κατηγορηματικά όχι.
Η χωροθέτηση εμπορευματικού λιμανιού στο παραπάνω σημείο όχι
μόνο θα ακυρώσει κάθε σκέψη για τουριστική ή άλλη παρεμφερή
ανάπτυξη, αλλά θα προσβάλλει τον αρχαιολογικό χώρο σε μεγαλύτερο
βαθμό από την αρχική θέση χωροθέτησης του, τη λεγόμενη και θέση
«Τσέργα», η οποία ήταν δίπλα στο Ναυπηγείο.
Για το λόγο αυτό, ταυτίζομαι απόλυτα με την θέση του σωματείου των
λιμενεργατών οι οποίοι είναι αντίθετοι με την χωροθέτηση εμπορικού
λιμανιού και μάλιστα ιδιωτικού στους προβλήτες του σχολάζοντος
σήμερα εργοστασίου τσιμέντων και για το λόγο αυτό δηλώνω ότι θα
προσβάλω μια παρόμοια απόφαση της ΕΣΑΛ, όποτε αυτή εκδοθεί, στα
αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα.
γ) Σχετικά με τις επικείμενες κατεδαφίσεις:
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το εργοστάσιο τσιμέντου συνδέεται
με την συλλογική μνήμη της πόλης και πλέον συνιστά ένα τοπόσημο της
ύστερης παλαιοβιομηχανικής περιόδου.
Κάθε όμως επανάχρηση επιβάλει και την προσθήκη νέων στοιχείων.
Επίσης δεν μπορούν να θεωρηθούν όλα τα υπάρχοντα κτιριοδομικά
στοιχεία ως διατηρητέα και δεν μπορούν όλα να
επαναχρησιμοποιηθούν χωρίς επεμβάσεις και διαρρυθμίσεις σε αυτά.
Επομένως υπάρχει ανάγκη για μία αρχιτεκτονική μελέτη, η οποία θα
συνδέει την ιστορική μνήμη με την νεωτερικότητα.
Η μελέτη αυτή θα υποδείξει τί θα κατεδαφιστεί τί θα διατηρηθεί
αυτούσιο, καθώς και τί και πώς θα μεταπλαστεί.
Η μελέτη αυτή θεωρώ αυτονόητο ότι θα πρέπει να εκπονηθεί από
αυτόν ο οποίος προτίθεται να κάνει την επένδυση και να εκμεταλλευτεί
την ιδιοκτησία του, σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο που θα
εκπονήσει, εφόσον αυτό είναι συμβατό με τη χρήση γης που θα δώσει
ο Δήμος, στο πλαίσιο του στρατηγικού του σχεδιασμού για το μέλλον
της πόλης.
Η έγκριση όμως της αρχιτεκτονικής μελέτης δεν μπορεί να γίνει παρά
μόνο από την οικεία αρχιτεκτονική επιτροπή της Περιφερειακής μας
Ενότητας και καμία κατεδάφιση δεν πρέπει να εκτελεστεί χωρίς η
άδεια κατεδάφισης να έχει την σύμφωνη γνώμη και τις παρατηρήσεις
της.
Για τον λόγο αυτό πιστεύω ότι είναι ανάγκη να επιχειρηθεί μία
συζήτηση μεταξύ Δήμου Χαλκιδέων και ιδιοκτήτριας εταιρείας, αλλά
και του σωματείου των πρώην εργαζόμενων στην τσιμεντοβιομηχανία,
η οποία πρέπει ενεργώντας στο πλαίσιο της εταιρικής της κοινωνικής
ευθύνης, να προσαρμόσει την στρατηγική της στο δημόσιο συμφέρον,
δηλαδή στο συμφέρον των δημοτών της Χαλκίδας.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ:
Το Τεχνικό Επιμελητήριο λειτουργώντας ως θεσμικός σύμβουλος της
Πολιτείας και εδώ του Δήμου, προφανώς δεν έχει αποφασιστικό αλλά
συμβουλευτικό ρόλο.
Το πρόβλημα εν προκειμένω είναι ότι ο Δήμος Χαλκιδέων δυστυχώς
δεν ζητάει την συμβουλή του, αλλά η γνώμη του εκφράζεται ή πιθανόν
να εκφραστεί κατόπιν αιτήματος ομάδας ιδιωτών επί ζητήματος, το
οποίο τυπικά ο Δήμος φέρεται ότι αγνοεί και αυτό συνιστά ήδη μια
σοβαρή στρέβλωση.
Η στρέβλωση αυτή μπορεί να θεραπευτεί μόνο με την ενημέρωση της
Δημάρχου Χαλκιδέων εκ μέρους του Προέδρου της Διοικούσας
Επιτροπής του ΤΕΕ, με βάση τα στοιχεία που κατέχει η Επιτροπή σας,
έτσι ώστε η Δημοτική Αρχή και το Δημοτικό Συμβούλιο να προβούν
στις δέουσες ενέργειες, μέρος των οποίων πρέπει να είναι και το
αίτημα αρωγής προς το Τεχνικό και τα άλλα Επιμελητήρια, έτσι ώστε
να ληφθούν εμπεριστατωμένες και τελικά ορθές αποφάσεις σχετικά
με το κρινόμενο ζήτημα.
Αν όμως κρίνετε ότι θα πρέπει να εκφέρετε γνώμη επί της ουσίας, σας
προτρέπω ώστε αντιλαμβανόμενοι το τεράστιο βάρος που καλείσθε να
επωμιστείτε, να σεβαστείτε όλες αυτές τις συναινέσεις που
περιέγραψα και που έχουν κατακτηθεί με πολύ κόπο και συνιστούν
σήμερα τις κοινές μας παραδοχές για τον βηματισμό μας προς το
μέλλον.
Γιώργος Σπύρου
Επικεφαλής της δημοτικής κίνησης ΑΜΕΣΑ