Ο Νικόλαος Αποστολάκης ήταν παιδί όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος με τους Ιταλούς. Διηγείται την αρχή την διάρκεια και το τέλος του πολέμου στην Χαλκίδα. Κυρίαρχο πρόσωπο ο Μακαριστός Μητροπολίτης Γρήγόριος που έσωσε την πόλη από την εκδίκηση των Γερμανών όπως και πολλούς κατοίκους.
Τη Δευτέρα 28/10/1940 στις 8 π.μ. βρισκόμουν με τον παππού μου στην αγορά της Χαλκίδας. Ήμουν 9χρονο παιδί. Ξαφνικά άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες. Πληροφορηθήκαμε ότι η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Όλοι γύρω μου ήταν φοβισμένοι, αιφνιδιασμένοι. Σύντομα, ακολούθησε η αποφασιστικότητα για αντίσταση σε αυτή την άδικη επίθεση, ο πατριωτισμός, η επιστράτευση. Οι νέοι με ενθουσιασμό έσπευσαν να παρουσιαστούν στις μονάδες που τους είχε καλέσει η πατρίδα.
Μετά από λίγες ημέρες ήρθαν τα πρώτα ευχάριστα νέα από το μέτωπο.
Ο ελληνικός στρατός, όχι μόνο απέκρουσε τους επίδοξους κατακτητές, αλλά άρχισε να καταλαμβάνει πόλεις της Αλβανίας. Ήρθαν, όμως, και δυσάρεστα νέα για τον πρώτο νεκρό στρατιώτη, που ζούσε στη γειτονιά μου (Νεάπολη Χαλκίδας). Λεγόταν Δρακόπουλος Ηλίας και υπηρετούσε ως δεκανέας. Είχε ένα παντοπωλείο μαζί με τον αδελφό του. Ειπώθηκε ότι τον πυροβόλησαν οι Ιταλοί όταν ανέβηκε σε έναν λόφο να ανυψώσει τη γαλανόλευκη σημαία.
Κάθε φορά που ο ελληνικός στρατός απελευθέρωνε μια πόλη της Αλβανίας γινόταν λιτανεία στον Άγιο Δημήτριο Χαλκίδας. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα. Ο Δεσπότης Γρηγόριος από τον άμβωνα του ναού ενίσχυε τα πατριωτικά αισθήματα του ποιμνίου του. Σύντομα ο ναός γέμιζε με πιστούς, που συνωστίζονταν ενθουσιασμένοι, γεμάτοι ελπίδα, για να χαρούν με τα ευχάριστα νέα του μετώπου, να προσευχηθούν με κατάνυξη, να συμμεριστούν και να συμπαρασταθούν στο πένθος των οικογενειών που είχαν απώλειες στο μέτωπο.
Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, με τους Γερμανούς κατακτητές, ο μητροπολίτης Γρηγόριος συνέβαλε καθοριστικά στον περιορισμό της ανθρωπιστικής κρίσης που είχε ξεσπάσει τα χρόνια της κατοχής. Ο Γρηγόριος, σε όλο το διάστημα της ποιμαντορίας του έδειξε μεγάλη αγάπη για τους συνανθρώπους του. Με δικές του ενέργειες δόθηκαν πλαστές ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα σε Εβραίους της Χαλκίδας. Ίδρυσε ορφανοτροφείο στη Χαλκίδα, που βοήθησε πολλά παιδιά που ήταν τότε ορφανά και απροστάτευτα.
Σε περίπου δύο μήνες από την έναρξη του πολέμου, οι στρατώνες της Χαλκίδας γέμισαν με Ιταλούς αιχμαλώτους από το αλβανικό μέτωπο. Ήταν όλοι σε άθλια κατάσταση από τις κακουχίες του πολέμου. Η στολή, τα πηλίκια – όσοι είχαν – ήταν σκισμένα. Κάποιοι είχαν απομείνει με ένα μόνο παπούτσι. Παιδιά τότε, πηγαίναμε και τους παρατηρούσαμε να περιφέρονται στον περίβολο της στρατώνας.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Ιταλοί δεν βομβάρδισαν τη Χαλκίδα, όπως άλλες πόλεις (Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Πάτρα, Βόλο), προφανώς γιατί λόγω των Ιταλών αιχμαλώτων που φυλάσσονταν κοντά στο λιμάνι. Όταν όμως οι Γερμανοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία των στρατιωτικών επιχειρήσεων άρχισαν τους βομβαρδισμούς της πόλης. Tην τελευταία εβδομάδα πριν την εισβολή των Γερμανών στη Χαλκίδα, τα γερμανικά στούκας βομβάρδιζαν καθημερινά τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Τότε φύγαμε όλη η οικογένεια από την πόλη, διανύοντας όλη τη διαδρομή με τα πόδια από χωματόδρομο, και φιλοξενηθήκαμε για κάποιες μέρες στο σπίτι ενός συγγενή μας στο χωριό «Χάλια», που τώρα ονομάζεται «Δροσιά». Οι βομβαρδισμοί της πόλης σταμάτησαν λίγο πριν φτάσουν οι Γερμανοί κατακτητές στη Χαλκίδα.
Το βράδυ της 25ης Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην ευβοϊκή πρωτεύουσα. Από το πρωί της επόμενης μέρας άρχισαν την αναζήτηση για την επίταξη των καλύτερων δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων της πόλης, με πρώτο το Κόκκινο Σπίτι, της οικογένειας Μάλλιου, όπου και εγκαταστάθηκε το γερμανικό φρουραρχείο (διοικητήριο). Η χήρα Αικ. Μάλλιου με τα τέσσερα παιδιά της αναγκαστικά αποχώρησε από την οικία της. Επίσης, οι Γερμανοί επίταξαν το ξενοδοχείο «Παλίρροια» και τον κινηματογράφο «Εθνικόν», καθώς και άλλα κτίρια.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μας στη Χαλκίδα με τα πόδια, που ευτυχώς το βρήκαμε όπως το αφήσαμε. Όταν πλησιάζαμε τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, αντικρίσαμε τους πρώτους Γερμανούς στρατιώτες πάνω σε τρίκυκλη μοτοσικλέτα με επιβατικό καλάθι.
Ο πατέρας μου επέστρεψε στη δουλειά του. Ήταν καπετάνιος στο πιο σύγχρονο καΐκι της Χαλκίδας, που λεγόταν «Άγ. Ανδρέας», ιδιοκτησίας Ελευθερίου Καράμπελα. Ωστόσο, τίποτε δεν θα ήταν όπως πριν. Οι Γερμανοί κατακτητές επίταξαν όλα τα πλοία της Χαλκίδας, που είχαν επιβιώσει από τους βομβαρδισμούς, μαζί με τα πληρώματά τους. O πατέρας μου ήταν πλέον επιστρατευμένος και εάν δεν πειθαρχούσε και έφευγε στα βουνά θα υπήρχαν συνέπειες στην πολύτεκνη οικογένειά του. Κάποια μέρα επιλέχθηκαν τα πιο ικανά για ναυσιπλοΐα καΐκια, τα οποία φόρτωσαν με Γερμανούς στρατιώτες με προορισμό την Κρήτη, για να ενισχύσουν τους επιτιθέμενους Γερμανούς να καταλάβουν το νησί που ακόμη αντιστεκόταν. Η οικογένειά μου πέρασε τρία εικοσιτετράωρα αγωνίας για την τύχη του πατέρα μας. Ευτυχώς, όλα τα καΐκια γύρισαν πίσω, όπως ήταν φορτωμένα με Γερμανούς στρατιώτες, γιατί οι κατακτητές είχαν καταφέρει να κάμψουν την αντίσταση των κρητικών αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1942 ο πατέρας μου μετατέθηκε από το καΐκι «Άγ. Ανδρέας», που ήταν επιστρατευμένος, σε ένα μεγάλο ρυμουλκό ονόματι «Μπαγιάρ», με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς, ο 37χρονος πατέρας μου δεν απέφυγε το δυστύχημα της πρόσκρουσης με πλεούμενη κρουστική νάρκη στην περιοχή των Μουδανιών Θεσσαλονίκης. Την ημέρα του δυστυχήματος φυσούσε πολύ δυνατός βαρδάρης και δεν βρέθηκε οτιδήποτε από τα συντρίμμια του σκάφους, ούτε οι άνθρωποι που επέβαιναν στο σκάφος.
Στις 25/11/1942 οι σύμμαχοι, Βρετανοί, μαζί με τους άνδρες του ΕΛΛΑΣ και του Ζέρβα, ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου για να αποκλείσουν τον ανεφοδιασμό των Γερμανών στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής. Οι σύμμαχοι, εκτός από τον αποκλεισμό των Γερμανών από τη στεριά και τον σιδηρόδρομο, επιδίωκαν να εμποδίσουν τη διέλευσή τους από τη θάλασσα, μέσω του Ευβοϊκού, για να τα αναγκάζουν να περνούν από το Αιγαίο, όπου υποβρύχια συμμαχικά θα τα βύθιζαν.
Για τον ίδιο λόγο, αγγλικά πολεμικά αεροσκάφη πλησίαζαν τακτικά, κατά τις νυχτερινές ώρες, στα στενά του Νοτίου Ευβοϊκού, από το σημείο όπου βρίσκονται τα τσιμέντα Χαλκίδος και έριχναν μαγνητικές νάρκες βυθού. Για να εντοπίσουν τους στόχους τους έριχναν φωτοβολίδες με αλεξίπτωτα και η νύχτα γινόταν σχεδόν μέρα. Τα γερμανικά αντιαεροπορικά έριχναν εναντίον των αγγλικών αεροσκαφών τροχιοδεικτικές σφαίρες. Ο ουρανός γέμιζε σφαίρες. Οι νάρκες των Βρετανών έπεφταν στα σημεία που θα περνούσαν τα γερμανικά πλοία. Οι Γερμανοί δεν είχαν απώλειες από τις νάρκες των Βρετανών, γιατί διέθεταν δύο ξύλινα ναρκαλιευτικά σκάφη. Ωστόσο, οι νάρκες των Βρετανών καθυστερούσαν τη διέλευση των γερμανικών πλοίων, τα οποία περίμεναν συχνά επί μέρες μέχρι να ολοκληρωθεί η ναρκαλίευση. Τα ναρκαλιευτικά, έχοντας δεμένο πίσω τους έναν μεταλλικό όγκο (σαν βόμβα από μαγνήτη) με συρματόσκοινο σε απόσταση 100 μέτρων περίπου, κάθε πρωί «χτένιζαν» κυριολεκτικά τη θάλασσα. Όταν ο μεταλλικός όγκος του ναρκαλιευτικού συναντούσε νάρκη, ακολουθούσε έκρηξη.
Όταν κατέφτασαν Γερμανοί στη Χαλκίδα ελευθέρωσαν τους Ιταλούς αιχμαλώτους και έφεραν νέο ιταλικό στρατό στους Στρατώνες της Χαλκίδας και στο Κόκκινο Σπίτι, που χρησιμοποιούσαν ως διοικητήριο. Σύντομα έφυγαν οι Γερμανοί για το ρωσικό μέτωπο αφήνοντας πίσω τους Ιταλούς. Κάθε απόγευμα, ομάδα Ιταλών στρατιωτών, με κράνη που έφεραν μια τούφα από φτερά στην κορυφή αναχωρούσε από τον στρατώνα. Προηγούνταν δύο σαλπιστές που έπαιζαν ένα στρατιωτικό εμβατήριο. Με γρήγορο βηματισμό έφταναν μέχρι το σπίτι των Μάλιων (Κόκκινο σπίτι), όπου έκαναν υποστολή της ιταλικής σημαίας σε έναν μεγάλο ιστό και στη συνέχεια επέστρεφαν στον στρατώνα τους.
Μετά τις πολιτικές ανατροπές, η Ιταλία στις 8/9/1943 εγκατέλειψε τη συμμαχία με τη Γερμανία και συμμάχησε με τους συμμάχους. Οι Ιταλοί στρατιώτες είχαν διαταγή από την ηγεσία τους να επιστρέψουν με όποιο μέσο μπορούσαν στην πατρίδα τους. Οι αντάρτες κατέβηκαν από τα βουνά της Εύβοιας και τους έδωσαν εντολή να παραδώσουν τα όπλα τους στο σχολείο μου (5ο δημοτικό).
Στη μικρή πλατεία, που σχηματίζεται στη διασταύρωση των οδών Νεοφύτου-Αβάντων-Χαϊνά-Κατσιγιάννη, είδα για πρώτη φορά γενειοφόρους αξιωματούχους αντάρτες, με σταυρωτές σφαίρες στο στήθος, που ανέβηκαν στο μικρό μπαλκόνι, στον 1ο όροφο ενός 2ώροφου κτιρίου. Μαζί τους ο μητροπολίτης Γρηγόριος, που μίλησε με πατριωτισμό. Σε μια αποστροφή του λόγου του αποκάλεσε τους αντάρτες «αετούς των βουνών μας». Τα λόγια του μας γέμισαν ελπίδες για γρήγορη απελευθέρωση της πατρίδας μας. Ο ενθουσιασμός μας ήταν μεγάλος. Νομίζαμε ότι απελευθερωθήκαμε. Δεν υπήρχαν στην πόλη Γερμανοί ή Ιταλοί για 2-3 ημέρες. Δυστυχώς, οι Γερμανοί επέστρεψαν στην πόλη σε τρεις ημέρες και έδειξαν εκδικητική συμπεριφορά προς τους Ιταλούς που τους έβλεπαν σαν προδότες.
Οι Γερμανοί αναχώρησαν οριστικά από τη Χαλκίδα στις 14-15 Οκτωβρίου 1944. Έφευγαν με όποιο θαλάσσιο μέσον έβρισκαν. Προορισμός τους ήταν ο Βόλος και από εκεί η Γερμανία, με όποιο μέσο, ακόμη και με κάρα ζεμένα σε γαϊδουράκια, ακόμη και καροτσάκια που τραβούσαν οι ίδιοι. Ο τελευταίος Γερμανός που έφυγε από την Χαλκίδα ήταν ο Γερμανός λιμενάρχης, ο οποίος είχε εντολή να ανατινάξει τη γέφυρα της Χαλκίδας, για να μην μπορούν να περάσουν οι Άγγλοι στην Εύβοια. Εκείνη την εποχή η γέφυρα ήταν χειροκίνητα περιστροφική. Άνοιγε στρέφοντας τα δύο μεταλλικά σκέλη της με μαγκάνι (κλειδιά). Δίπλωνε μισή προς τη μεριά της Βοιωτίας και μισή προς την Εύβοια.
Στο λιμάνι της Χαλκίδας υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο πλοίο, με δύο άλμπουρα (δικάταρτο). Για να μην το εγκαταλείψουν στα χέρια των Βρετανών και ταυτόχρονα για να καταστρέψουν τη γέφυρα της Χαλκίδας, οι Γερμανοί είχαν την πρόθεση να το ανατινάξουν κατά την αναχώρησή τους. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με νάρκες και πυρομαχικά και οι Γερμανοί θα το ανατίναζαν δίπλα στη γέφυρα της Χαλκίδας. Αν πραγματοποιείτο αυτό, δεν θα καταστρεφόταν μόνο η γέφυρα και το πλοίο. Πιθανότατα θα πάθαινε ζημιά ολόκληρη η πόλη της Χαλκίδας και θα υπήρχαν και νεκροί πολίτες. Ο μητροπολίτης Γρηγόριος όταν πληροφορήθηκε την πρόθεση των Γερμανών να ανατινάξουν τη γέφυρα, έσπευσε να συναντήσει τον Γερμανό λιμενάρχη στην παραλία της Χαλκίδας για να τον μεταπείσει. Τον έπεισε τελικά γι’ αυτά που ακολούθησαν.
Ο Γερμανός λιμενάρχης διέταξε να ανοίξει η γέφυρα και ζήτησε να αφαιρεθούν τα μαγκάνια (κλειδιά) της, τα οποία φρόντισε να ριφθούν ανοικτά στη θάλασσα. Έτσι, η γέφυρα έμεινε ανοικτή και αποκλείσθηκε η Εύβοια από τη Βοιωτία. Έδωσε εντολή να λύσουν το καράβι από την προβλήτα. Τα ρεύματα κυλούσαν προς τη Β. Εύβοια και το καΐκι άρχισε να απομακρύνεται και έφτασε ανοικτά, περίπου δύο μίλια από την Αρτάκη. Τότε, άρχισαν οι κανονιοβολισμοί του καϊκιού από ένα ταχύπλοο σκάφος των Γερμανών που ήταν αγκυροβολημένο στην παραλία μπροστά στο ξενοδοχείο «Παλίρροια». Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Παρακολουθούσαμε το πλοίο που απομακρυνόταν ανοιχτά στη θάλασσα, να παίρνει φωτιά. Ξαφνικά, έγινε μια τρομερή έκρηξη, λάμψη και καπνός έως ψηλά στον ουρανό και δυνατός κρότος. Από τη δυνατή έκρηξη και το οστικό κύμα πέσαμε όλοι κάτω. Από την έκρηξη έσπασαν όλα τα τζάμια της Χαλκίδας.
Μπροστά στο ξενοδοχείο «Παλίρροια», ο Γερμανός λιμενάρχης χαιρέτησε τον Γρηγόριο, ο οποίος τον ευλόγησε. Στη συνέχεια, επιβιβάσθηκε με τους στρατιώτες του στο ταχύπλοο κανονιοφόρο σκάφος, λύθηκαν οι κάβοι και αναχώρησαν.
Όταν το σκάφος έστριψε από τον κάβο προς την Αιδηψό και χάθηκε από τον ορίζοντα, άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες από όλες τις εκκλησίες. Σύντομα όλα τα κτίρια γέμισαν με ελληνικές σημαίες. Άρχισε ξέφρενο γλέντι και πανηγυρισμοί. Ήταν πολύ συγκινητική η ατμόσφαιρα. Ήμασταν ελεύθεροι. Το ημερολόγιο έλεγε 15 Οκτωβρίου 1944.
Την επομένη ημέρα ήρθαν οι αντάρτες από την Αρτάκη. Παρέλασαν συντεταγμένοι στην οδό Χαϊνά. Την ίδια ημέρα, ήρθαν Βρετανοί στρατιώτες στον Καράμπαμπα Βοιωτίας με θωρακισμένα λαστιχοφόρα άρματα. Πολλά παιδιά περάσαμε απέναντι με βάρκες, όπου Άγγλοι στρατιώτες εμφανίσθηκαν από τους πυργίσκους και μας έριξαν σοκολάτες. Κάποιο μηχανουργείο της Χαλκίδας κατάφερε σε δύο ημέρες να κατασκευάσει καινούρια κλειδιά. Έτσι, έκλεισε η γέφυρα και μπήκαν οι Άγγλοι στην Χαλκίδα, όπου ο λαός της Χαλκίδας τους επιφύλασσε μεγάλη υποδοχή.
Πηγή: e-Thessalia